ῥυπαρόβιος

Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ον,

   A of sordid life, Vett.Val.16.22.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzig lebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπᾰρόβιος: -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, ἀγενής, πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289.

Greek Monolingual

-α, -ο / ῥυπαρόβιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -βιος (< βίος), πρβλ. μακρό-βιος].