ῥυπαρόβιος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ῥυπαρόβιον, of sordid life, Vett.Val.16.22.
German (Pape)
[Seite 852] schmutzig lebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπᾰρόβιος: -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, ἀγενής, πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289.
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥυπαρόβιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -βιος (< βίος), πρβλ. μακρόβιος].