ῥωγή

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ἡ, in pl. ῥωγαί· ῥήξεις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 854] ἡ, Riß, Ritze, Spalte, Kluft, Höhle; Opp. Cyn. 4, 391; Nonn. D. 1, 418. Vgl. ῥώξ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ρήγμα, χάσμα γης («ῥωγαί
ῥήξεις», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι. Ο τ. απαντά βασικά στο σύνθ. διαρρωγή.