σκεπάσματα, περιβόλαια, Hsch. (cf. ἄγανα and σαγήνη).
Α(κατά τον Ησύχ.) «σκεπάσματα, περιβόλαια».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἄγανα και σαγήνη.