σαγήνη
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Cypr. ἁγάνα (v. ἄγανα and cf. σάγανα), ἡ,
A large dragnet for taking fish, seine, Ital. sagena, LXX Hb.1.15, al., Ev.Matt.13.47, Plu.2.169c, Luc.Tim.22, Pisc.51, etc.; σαγήνην βάλλειν Babr.4.1, 9.6; hunting net, Id.43.8.
2 = ἐπίπλοος (c), Poll.2.169.
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, ein großes Netz, mit dem viele Fische auf einmal gefangen werden können, das Ziehgarn oder Schleppnetz; Luc. Pisc. 51 u. öfter; Plut. u. a. Sp.; οἱ λίνα καὶ στάλικας καὶ σαγήνας περιβαλλόμενοι, S. Emp. adv. phys. 1, 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 seine, grand filet de pêcheur;
2 p. ext. filet de chasseur.
Étymologie: DELG terme techn. de substrat comme ἀπ-ήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαγήνη -ης, ἡ sleepnet:. σαγήνην κατάγειν het sleepnet aan land trekken Plut. Sol. 4.3.
Russian (Dvoretsky)
σᾰγήνη: ἡ
1 рыболовный невод Plut., Luc., Babr.;
2 звероловная сеть, тенета Babr.
English (Strong)
from a derivative of satto (to equip) meaning furniture, especially a pack saddle (which in the East is merely a bag of netted rope); a "seine" for fishing: net.
English (Thayer)
σαγηνης, ἡ (σάσσω to load, fill), a large fishing-net, a drag-net (Vulg. sagena (cf. English seine)), used in catching fish that swim in shoals (cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Net; Trench, Synonyms, § lxiv.): Sept.; Plutarch, solert. anim., p. 977f.; Lucian, pisc. 51; Tim. 22; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,14; Aelian h. a. 11,12; (βάλλειν σαγηνης Babrius fab. 4,1; 9,6).)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α
νεοελλ.
θέλγητρο, γοητεία («η σαγήνη τών λόγων του»)
αρχ.
1. μεγάλο αλιευτικό δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μετά από ένα χρονικό διάστημα μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῖς σαγήναις αὐτοῦ», ΠΔ.)
2. κυνηγετικό δίχτυ
3. ο υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα έντερα
μσν.
1. είδος πλοίου του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού που έφερε πλήρωμα 40 ανδρών
2. (κατ' επέκτ.) είδος αλιευτικού ή άλλου ιστιοφόρου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sagena) και στη συνέχεια η Γαλλική (πρβλ. γαλλ. seine)].
Greek Monotonic
σᾰγήνη: ἡ, μεγάλο αλιευτικό δίχτυ για την αλίευση ψαριών, δίχτυα ψαρά, Ιταλ. sagena, σε Λουκ., Κ.Δ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγήνη: ἡ, μέγα δίκτυον ὅπερ σύρεται πρὸς ἁλιείαν, Ἰταλ. sagena, Λουκ. Τίμ. 22, ἁλ. 51, Πλούτ. 169C, Καιν. Διαθ., κλ.· σαγήνην βάλλειν Βάβρ. 4. 1., 9. 6· - δίκτυον κυνηγετικόν, ὁ αὐτ. 43. 8.
2) = ἐπίπλοον, Πολυδ. Β΄, 169.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: large fishing net, trawl (LXX, NT, Babr.. Plu. a.o.).
Other forms: Cypr. ἁγάνα (H.; Bechtel Dial. 1, 412).
Compounds: As 1. member a.o. in σαγηνο-βόλος m. who casts a net (AP).
Derivatives: σαγηναῖος belonging to the net (AP), σαγην-εύω to catch with the net, mostly metaph., a.o. of soldiers, who in the form of a chain catch everything alive in the country (Hdt.. Pl., Str., Luc. a.o.), with -εύς m. net fisher (D.S., Plu., AP a.o.; cf. Bosshardt 76; back formation), -ευτής (Plu., AP), -ευτήρ (AP) id.; -εία f. catch by net (Plu., Him.). -- With other formation σάγουρον γυργάθιον (net) H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Like ἀπήνη, εἰρήνη a.o. perhaps of foreign origin; cf. Schwyzer 490 w. lit. and 322, Lamer IF 48, 231, Chantraine Études 10 w. lit. Connection with σάττω (WP. 1, 746, Pok. 1098) is semant. not sufficiently argumented. Lat. LW [loanword] sagēna. -- The word, with its by-form with diff. suffix, is no doubt Pre-Greek (note the Cypr. form)..
Middle Liddell
σᾰγήνη, ἡ,
a large drag-net for taking fish, a seine, Ital. sagena, Luc., NTest. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σαγήνη: {sagḗnē}
Forms: kypr. ἁγάνα (H.; Bechtel Dial. 1, 412);
Grammar: f.
Meaning: großes Fischernetz, Schleppnetz (LXX, NT, Babr.. Plu. u.a.);
Composita: als Vorderglied u.a. in σαγηνοβόλος m. der ein Netz auswirft (AP).
Derivative: Davon σαγηναῖος zum Netz gehörig (AP), σαγηνεύω mit dem Netz fangen, gewöhnlich übertr., u.a. von Soldaten, die eine Kette bildend alles Lebende im Lande einfangen (Hdt.. Pl., Str., Luk. u.a.), mit -εύς m. Netzfischer (D.S., Plu., AP u.a.; vgl. Bosshardt 76; Rückbildung), -ευτής (Plu., AP), -ευτήρ (AP) ib.; -εία f. Netzfang (Plu., Him.). —Mit anderer Bildung σάγουρον· γυργάθιον H.
Etymology: Unerklärt. Wie ἀπήνη, εἰρήνη u.a. vielleicht fremden Ursprungs; vgl. Schwyzer 490 m. Lit. und 322, Lamer IF 48, 231, Chantraine Études 10 m. Lit. Anknüpfung an σάττω (WP. 1, 746, Pok. 1098) ist semantisch nicht hinlänglich begründet. Lat. LW sagēna.
Page 2,670
Chinese
原文音譯:sag»nh 沙給尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:大(捕魚)網
字義溯源:大捕魚網,拖網,網;源自(σάτον)X*=裝備)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 網(1) 太13:47
Mantoulidis Etymological
(=δίχτυ γιά ψάρεμα). Ἀπό τό σάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα σαγηνεύω.