σαγίς

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A wallet, Hsch. σαγλῶδες· πλαδαρὸν σῶμα, Id.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, Mantelsack, Hesych. πήρα.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγίς: -ίδος, ἡ, σάκκος μικρός, σακκίδιον, «δισάκκιον», «ταγάρι» διὰ ταξείδιον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) πήρα, δισάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].