σακχαρούχος
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που περιέχει σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που περιέχει σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].