σάκχαρο
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
Greek Monolingual
το / σάκχαρον, ΝΜΑ, και ζάχαρο Ν, και σάκχαρις, -άρεως ΝΑ, και σάχαρ Μ, και σάκχαρ, -αρος και σάκχαρι, -άρεως Α
εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, η ζάχαρη
νεοελλ.
1. βοτ. επιστημονική ονομασία του γένους του ζαχαροκάλαμου, που έχει 10 περίπου είδη αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών ποωδών φυτών τα οποία ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη και κατάγονται, πιθανώς, από την νοτιοανατολική Ασία
2. κοινή ονομασία του σακχαρώδους διαβήτη
3. στον πληθ. τα σάκχαρα
(βιοχ.-χημ.) κατηγορία μεγάλου αριθμού άχρωμων υδατοδιαλυτών οργανικών ενώσεων με γλυκιά γεύση, οι οποίες υπάρχουν στον οπό τών σπορογόνων φυτών και στο γάλα τών θηλαστικών και που αποτελούν την απλούστερη τάξη υδατανθράκων, αλλ. γλυκίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το παλικό sakharā < αρχ. ινδ. śarkarā (πρβλ. και αραβ. sukkar, απ' όπου και τα νεώτερα: γαλλ. sucre, γερμ. Zucker, ιταλ. zucchero, αγγλ. sugar). Ο τ. σάκχαρι, τὸ, έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το μέλι, ενώ ο τ. σάκχαρον, τον οποίο δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. saccharum), κατά τα ουδ. σε -ον. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. ζάχαρη, διατηρείται, όμως, και ο τ. σάκχαρο, κυρίως στην επιστημονική ορολογία].