τό, Lat.
A salarium, salary, POxy.473.45 (ii A.D.), etc.: Adj. σαλάριος, μέτρον PMasp.100.20 (vi A.D.).
τὸ, Αμισθός, επίδομα ή σύνταξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salarium «επίδομα που δινόταν σε στρατιώτες για αλάτι, μισθός» (< sal, salis «αλάτι»)].