σαλάριον

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

τό, Lat.

   A salarium, salary, POxy.473.45 (ii A.D.), etc.: Adj. σαλάριος, μέτρον PMasp.100.20 (vi A.D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
μισθός, επίδομα ή σύνταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salarium «επίδομα που δινόταν σε στρατιώτες για αλάτι, μισθός» (< sal, salis «αλάτι»)].