σαλιάρης
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν
1. εκείνος που του τρέχουν τα σάλια
2. μτφ. α) αυτός που λέει ανοησίες, φλύαρος, σαχλός
β) (με σκωπτική χροιά και για άτομο προχωρημένης ηλικίας) αυτός που του αρέσει ή που συνηθίζει να ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλιο (Ι) + κατάλ. -άρης (πρβλ. γκρινι-άρης, ζημι-άρης)].