σαράντισμα

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν σαραντίζω
1. το αποτέλεσμα του σαραντίζω, η συμπλήρωση σαράντα ημερών από τοκετό ή από θάνατο
2. η τελετουργία και η ευχή καθαρισμού που δίνεται από ιερέα σε λεχώνα μετά την συμπλήρωση σαράντα ημερών από την ημέρα του τοκετού.