σαρκοεπιπλοκήλη

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ἡ, prob.

   A omental hernia with tumour of the spermatic cord, Gal.14.788.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σαρκεπιπλοκήλη Ν
σαρκοκήλη σε συνδυασμό με επιπλοκήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + επιπλοκήλη «μορφή κήλης»].