σαρκόπτερος

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ον,

   A with fleshy wings, Simp.in Cat.183.21.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σαρκώδεις φτερούγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινό-πτερος].