Full diacritics: σαρκόπτερος | Medium diacritics: σαρκόπτερος | Low diacritics: σαρκόπτερος | Capitals: ΣΑΡΚΟΠΤΕΡΟΣ |
Transliteration A: sarkópteros | Transliteration B: sarkopteros | Transliteration C: sarkopteros | Beta Code: sarko/pteros |
σαρκόπτερον, with fleshy wings, Simp.in Cat.183.21.
-ον, Α
αυτός που έχει σαρκώδεις φτερούγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λινόπτερος].