σαξιφράγα

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σαξιφράγκα, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες της τάξης σαξιφραγώδη, με 300 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saxifraga (herba), θηλ. του επιθ. saxifragus (< saxum «πέτρα» + frango «σπάζω»). Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι φυτρώνει στις ρωγμές τών βράχων].