σελινᾶτον

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

τό,= Lat.

   A apiatum, Philagr. ap. Orib.5.23 tit., Gloss.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο σελινίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα -ᾶτον (πρβλ. σησαμ-ᾶτον)].