τό,= Lat.
A apiatum, Philagr. ap. Orib.5.23 tit., Gloss.
τὸ, Αο σελινίτης οίνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα -ᾶτον (πρβλ. σησαμ-ᾶτον)].