σελινίτης
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
[ῑτ] οἶνος, ὁ, wine
A flavoured with celery, Dsc.5.74.
II σελῑν-ῖτις, ιδος, ἡ,= χαμαίκισσος, Ps.-Dsc.4.125.
German (Pape)
[Seite 870] ὁ, οἶνος, mit Eppich bereiteter Wein, Diosc. u. Geop.
Greek (Liddell-Scott)
σελῑνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ σελίνου, Διοσκ. 5. 74. ΙΙ. -ιτις, -ιδος, ἡ, χαμαίκισσος, Διοσκ. 4. 126 (ἐν τοῖς Νόθ.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(σε συνεκφ. με το οἶνος) κρασί αρωματισμένο με σέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης (Ι)].