σεληνοφώτιστος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
σεληνόφωτος («σεληνοφώτιστα βράδια», Κ. Καρυωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + φωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη].