σεληνόφωτος
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, σεληνοφώτιστος
2. το ουδ. ως ουσ. το σεληνόφωτο
βλ. σεληνόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -φωτος (< φώς, φωτός), πρβλ. λειψίφωτος].