σεληνόφωτος
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, σεληνοφώτιστος
2. το ουδ. ως ουσ. το σεληνόφωτο
βλ. σεληνόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -φωτος (< φώς, φωτός), πρβλ. λειψίφωτος].