σιδηροβόρος
English (LSJ)
ον,= σιδηροβρώς, σ. σίδηρος
A a file, Opp.C.2.174.
German (Pape)
[Seite 879] = σιδηροβρώς, Opp. Cyn. 2, 174.
Greek (Liddell-Scott)
σιδηροβόρος: -ον, = σιδηροβορώς, σ. σίδηρος, ῥίνη, ῥινίον, Ὀππ. Κυν. 2. 174.
Greek Monolingual
-α, -ο / σιδηροβόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σιδηροβόρος Ν
αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].