τό,
A anchor, Sch.Luc.Lex.15.
σῐδηροβόλιον: τό, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφάν. 15.
τὸ, Αη άγκυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βόλιον (< -βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀγκυρο-βόλιον].