σιλουρίδες

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια οστεοϊχθύων τών γλυκών και τών αλμυρών νερών, της τάξης σιλουροειδείς ή σιλουρόμορφοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siluridae < σίλουρος «ψάρι του γλυκού νερού» + κατάλ. -ίδες].