σιδηραγωγός

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

όν,

   A attracting iron, of the magnet, S.E.M.1.226.

German (Pape)

[Seite 879] das Eisen führend, anziehend, μάγνης, S. Emp. adv. gramm. 226.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηραγωγός: -όν, ὁ τὸν σίδηρον ἕλκων, μάγνης σ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 226.

Greek Monolingual

-όν, Α
(για τον μαγνήτη) αυτός που έλκει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λιθ-αγωγός].