σιλφιόεις

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of silphium, μοιρίδα λίτρην Nic.Al.329.

German (Pape)

[Seite 881] εσσα, εν, von Silphion, Nic. Al. 328.

Greek (Liddell-Scott)

σιλφιόεις: εσσα, εν, ὁ ἐκ σιλφίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 329.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
παρασκευασμένος από σίλφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίλφιον «είδος φυτού» + κατάλ. -όεις].