σιτάρχης

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἄρχω)

   A commissary-general, victualler, Ph.2.69: also σῑταρχ-ος, ὁ, Harmod.1.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, auch σίταρχος, der dem Proviantwesen Vorstehende, der Proviantmeister, Ath. IV, 148 f.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτάρχης: -ου, ὁ, (ἄρχω) ὁ πρόεδρος τῆς ἐπὶ τῶν τροφῶν ἐπιτροπείας, ἐπιμελητὴς τῶν τροφῶν, γενικὸς τροφοδότης, Φίλων 2. 69· -σίταρχος, ὁ, Ἁρμόδ. παρ’ Ἀθην. 148F.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιμελητής τών τροφών, γενικός τροφοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -άρχης].