σιτάρχης

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτάρχης Medium diacritics: σιτάρχης Low diacritics: σιτάρχης Capitals: ΣΙΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: sitárchēs Transliteration B: sitarchēs Transliteration C: sitarchis Beta Code: sita/rxhs

English (LSJ)

σιτάρχου, ὁ, (ἄρχω) commissary-general, victualler, Ph.2.69: also σίταρχος, ὁ, Harmod.1.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, auch σίταρχος, der dem Proviantwesen Vorstehende, der Proviantmeister, Ath. IV, 148 f.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτάρχης: -ου, ὁ, (ἄρχω) ὁ πρόεδρος τῆς ἐπὶ τῶν τροφῶν ἐπιτροπείας, ἐπιμελητὴς τῶν τροφῶν, γενικὸς τροφοδότης, Φίλων 2. 69· -σίταρχος, ὁ, Ἁρμόδ. παρ’ Ἀθην. 148F.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιμελητής τών τροφών, γενικός τροφοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -άρχης].