σιτάρχης
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
σιτάρχου, ὁ, (ἄρχω) commissary-general, victualler, Ph.2.69: also σίταρχος, ὁ, Harmod.1.
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, auch σίταρχος, der dem Proviantwesen Vorstehende, der Proviantmeister, Ath. IV, 148 f.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτάρχης: -ου, ὁ, (ἄρχω) ὁ πρόεδρος τῆς ἐπὶ τῶν τροφῶν ἐπιτροπείας, ἐπιμελητὴς τῶν τροφῶν, γενικὸς τροφοδότης, Φίλων 2. 69· -σίταρχος, ὁ, Ἁρμόδ. παρ’ Ἀθην. 148F.
Greek Monolingual
ὁ, Α
επιμελητής τών τροφών, γενικός τροφοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -άρχης].