σιτοπαραλήμπτης

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A receiver of corn-dues, BGU81 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που παραλαμβάνει τις οφειλόμενες εισφορές σίτου, υπάλληλος της κρατικής αποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + παραλημπτής, άλλος τ. του παραλήπτης (< παραλαμβάνω)].