σκᾶνος

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

Dor. for σκῆνος, Ti.Locr.101c, al., Ocell. ap. Stob.1.13.2: but σκάνος· αἰτία, κώλυμα, Hsch., cf. Gal.19.138 (σικανός cod.).

Greek (Liddell-Scott)

σκᾶνος: Δωρ. ἀντὶ σκῆνος, Τίμ. Λοκρ.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «αἰτία, κώλυμα»
2. (κατά τον Γαλ.) «πονήρευμα ἐνεδρευτικόν, αἴτιον κεκρυμμένον».———————— τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σκήνος.