σκᾶνος
From LSJ
English (LSJ)
Dor. for σκῆνος, Ti.Locr.101c, al., Ocell. ap. Stob.1.13.2: but σκάνος· αἰτία, κώλυμα, Hsch., cf. Gal.19.138 (σικανός cod.).
Russian (Dvoretsky)
σκᾶνος: τό дор. = σκῆνος.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾶνος: Δωρ. ἀντὶ σκῆνος, Τίμ. Λοκρ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «αἰτία, κώλυμα»
2. (κατά τον Γαλ.) «πονήρευμα ἐνεδρευτικόν, αἴτιον κεκρυμμένον».
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σκήνος.