σκανδικώδης

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ες,

   A like, of the nature of wild chervil, Thphr.HP7.11.1.

German (Pape)

[Seite 889] ες, kerbetartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκανδῑκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σκάνδικα, ἔχων τὰς ἰδιότητας τῆς σκάνδικος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 1.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκάνδιξ, -ικος]
όμοιος με άγριο λάχανο ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του παραπάνω φυτού.