[Seite 889] = σκαριφάομαι, erklärt Schol. Ar. Ran. 1493: τὸ τοὺς ζωγράφους ὑποτυπῶσαι πρῶτον τοὺς γραφομένους.
Ασχεδιάζω υποτυπωδώς, σκαριφίζω, σκιτσάρω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σκαριφῶμαι, κατά τα ρ. σε -εύω].