σχεδιάζω

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδιάζω Medium diacritics: σχεδιάζω Low diacritics: σχεδιάζω Capitals: ΣΧΕΔΙΑΖΩ
Transliteration A: schediázō Transliteration B: schediazō Transliteration C: schediazo Beta Code: sxedia/zw

English (LSJ)

A do a thing off-hand or on the spur of the moment, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Pl.Sis. 387e: abs., play off-hand, λαβὼν τὸ μελετητήριον, εἶτ' ἐσχεδίασε δριμέως Anaxandr.15.3, cf. Cic.Att.6.1.11; invent stories, Plb.12.4.4, D.H.1.7, D.S.1.23; improvise, Phld.Rh.1.100 S. (Pass.); give free play to the imagination, Sor.2.65.
2 act with insufficient care, τοῖς κοινοῖς πράγμασι in public affairs, Plb.22.9.12; ἔν τινι D.S.13.31; πρός τι LXX Ba.1.19.

German (Pape)

[Seite 1053] 1) aus dem Stegreif, hurtig, obenhin machen, schnell hinschreiben, übh. Etwas fahrlässig behandeln, betreiben, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ, Plat. Sisyph. 387 e; Anaxandrid. bei Ath. XIV, 638 d; Pol. 12, 4, 4. – 2) intrans., nachlässig sein, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, in Verwaltung der Staatsgeschäfte, Pol. 23, 9, 12. – 3) in LXX. = ἐγγίζω, von σχεδόν abgeleitet.

French (Bailly abrégé)

agir à la hâte, à la légère, d'une manière superficielle ; particul. en parl. de la parole improviser, inventer des histoires.
Étymologie: σχέδιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχεδιάζω [σχέδον] improviseren.

Russian (Dvoretsky)

σχεδιάζω:
1 действовать наспех, т. е. быть беззаботным, беспечным или небрежным (τινί и ὑπέρ τινος Polyb. или ἔν τινι Diod.);
2 говорить наобум Plat., Diod.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν σχέδιος / σχέδιο]
νεοελλ.
1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ
2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί»)
3. φρ. «σχεδιασμένη οικονομία»
(οικον.) η κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία βάσει προκαταρκτικού αυστηρού σχεδιασμού
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με έδεσμα) ετοιμάζω την τελευταία στιγμή, πρόχειρα
2. (γενικά) δημιουργώ, κατασκευάζω
αρχ.
1. λέω, γράφω ή πράττω κάτι χωρίς να το έχω μελετήσει από πριν ή χωρίς να το έχω προετοιμάσει, αυτοσχεδιάζω
2. απαγγέλλω χωρίς προηγούμενη προετοιμασία
3. πλάθω, επινοώ ιστορίες
4. αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη, σκέπτομαι χωρίς περιορισμούς
5. συνθέτω κάτι πρόχειρα
6. ενεργώ με αμέλεια, αμελέτητα, παραμελώ
7. (κατ' επέκτ.) αδιαφορώ για κάτι.

Greek Monotonic

σχεδιάζω: μέλ. -άσω (σχέδιος), κάνω, εκτελώ κάτι πρόχειρα, ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις, αυτοσχεδιάζω, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδιάζω: μέλλ. -άσω, πράττω τι προχείρως, ἐκ τοῦ προχείρου, κατὰ τῆν ἔμπνευσιν καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς παρούσης στιγμῆς, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ Πλάτ. Σίσυφ. 387Ε· ἀπολ., ὁμιλῶ ἐκ τοῦ προχείρου, λαβὼν τὸ μελετητήριον εἶτ’ ἐσχεδίασε δριμέως Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, 3, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 1, 11· ἐξευρίσκω διηγήματα, ἴσως... σχεδιάζειν ὑπολήψονταί με Διον. Ἁλ. 1. 7, Διόδ. 1. 23. 2) παραμελῶ, ἀδιαφορῶ, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, ἐν τῇ διοικήσει τῶν κοινῶν, Πολύβ. 23. 9, 12· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 12. 4, 4· ἔν τινι Διόδ. 13. 31· πρός τι Ἑβδομ. (Βαροὺχ Α΄, 19). ― Πρβλ. αὐτοσχεδιάζω.

Middle Liddell

σχεδιάζω, fut. -άσω σχέδιος
to do a thing off-hand, Plat.

Translations

improvise

Arabic: ⁧إرتجل⁩; Asturian: improvisar; Belarusian: імправізаваць or; Bulgarian: импровизирам; Catalan: improvisar; Chinese Mandarin: 即興/即兴, 现抓; Czech: improvizovat; Danish: improvisere; Dutch: improviseren; English: fly by the seat of one's pants, improvise, improvize, play by ear, punt, think on one's feet, wing it; Finnish: improvisoida, sepittää; French: improviser; German: improvisieren; Greek: αυτοσχεδιάζω; Ancient Greek: ἀποσχεδιάζω, αὐτοσχεδιάζειν, αὐτοσχεδιάζω, ἐπισχεδιάζω, εὐθυρρημονέω, παραχρῆμα λέγειν, σχεδιάζω; Hungarian: improvizál, rögtönöz; Icelandic: leika af fingrum fram, snarstefja, spinna; Irish: seiftigh; Italian: improvvisare, parlare a braccio; Maori: tito ohia; Norwegian: improvisere; Polish: improwizować, zaimprowizować; Portuguese: improvisar; Romanian: improviza; Russian: импровизировать, сымпровизировать; Spanish: improvisar; Swedish: improvisera; Ukrainian: імпровізувати or; Vietnamese: ứng biến, ứng tác, ứng tấu