σκαφεύς

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

έως, ὁ, (σκάπτω)

   A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.).    II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. σκαφέας.