σκάπτω

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάπτω Medium diacritics: σκάπτω Low diacritics: σκάπτω Capitals: ΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: skáptō Transliteration B: skaptō Transliteration C: skapto Beta Code: ska/ptw

English (LSJ)

h.Merc.90, etc.: fut.
A σκάψω Pl.Lg.778e, (κατα-) E.HF 566: aor. ἔσκαψα Hp.Art.12, (κατ-) Hdt.7.156, etc.: pf. ἔσκᾰφα (κατ-) Isoc. 14.7,35:—Pass., fut. σκᾰφήσομαι (ἀπο-) Polyaen.5.10.3, (κατα-) J.AJ20.6.1: aor. ἐσκάφην [ᾰ] LXX Is.5.6, Gp.12.5.1, (κατ-) E.Hec. 22, etc.: pf. ἔσκαμμαι Pl.Cra.413a, Luc.Gall.6:—dig, abs., Hp.Art. 12, Pl.Lg.778e; σ. τἆλλά τε μοχθεῖν Ar.Pl.525: prov., σκάπτω οὐκ ἐπίσταμαι Id.Av.1432, cf.Fr.221, Ev.Luc.16.3:—Med., σ. δικέλλῃ Ps.-Phoc. 158.
II c. acc.,
1 dig, delve, for cultivation, σκάπτων, ἀρῶν γῆν, ποιμνίοις ἐπιστατῶν E.Fr.188, cf. X.Oec.16.15; τοὺς ἀμπελῶνας D.S.4.31; ὑπόλιθον γῄδιον Luc. Tim.31.
2 dig about, cultivate by digging, φυτὰ σκάπτω (as we say to hoe turnips) h.Merc.90, cf. X.Oec. 20.20: metaph., σκάπτει, μοχλεύει θύρετρα digs about them, digs them up, E.HF999.
3 of the result, σκάπτω τάφρον = dig a trench, Th. 4.90; σκάπτω βαθεῖαν (sc. τάφρον) Thphr.CP3.20.4; θεμελίους Luc.Alex. 10:—Pass., τὰ ἐσκαμμένα = σκάμμα ΙΙ.2, hence, metaph., ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι to leap too far, or leap further than seemed possible, Pl.Cra.413a, cf. Luc.Gall.6, Lib.Ep.438, Or.64.69 (v.l. ὑπὲρ τὸ σκάμμα); cf. σκάμμα ΙΙ, ὑποσκάπτω.

German (Pape)

[Seite 889] graben, behacken; φυτά, H. h. Merc. 90; σκάπτει, μοχλεύει θύρετρα, Eur. Herc. F. 999; σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι, Ar. Av. 1432, nach dem Schol. sprichwörtlich πεζῇ βαδίζων σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι; σκάπτω τάφρον, Thuc. 4, 90; Plat. Legg. VI, 778 e; σκάπτων καὶ σπείρων γήδιον, Xen. Oec. 16, 14; Folgde. – In Geopon. διὰ βοῶν σκάπτειν, mit Ochsen graben, d. i. die Saat einpflügen. – Τὰ ἐσκαμμένα, eine Grube als Ziel des Sprungs der Fünfkämpfer, πένταθλοι; dah. ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι, die Gränze überschreiten, Plat. Crat. 413 a; vgl. Luc. Gall. 6 u. Bast ep. crit. p. 243.

French (Bailly abrégé)

f. σκάψω, ao. ἔσκαψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσκάφην, pf. ἔσκαμμαι;
creuser ; particul. creuser le sol pour ensemencer, etc. ; fouiller la terre autour d'une plante, sarcler.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser ; cf. σκάφος, σκάφη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάπτω graven, spitten:; σκάπτειν τἄλλα τε μοχθεῖν spitten en andere rotklussen doen Aristoph. Pl. 525; overdr.. ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι over de gracht springen (= over de schreef gaan) Plat. Crat. 413a.

Russian (Dvoretsky)

σκάπτω: (fut. σκάψω; pf. pass. ἔσκαμμαι)
1 вскапывать, взрыхлять, возделывать (γῆν Eur.; τὴν νεόν Xen.): σ. φυτά HH вскапывать землю под огород;
2 выкапывать (τάφρον Thuc.): τὰ ἐσκαμμένα Plat. ров (служивший границей для прыжков в состязаниях); ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἄλλεσθαι погов. Plat., Luc. переступать границу;
3 подкапывать, подрывать (θύρετρα Eur.);
4 копать землю (ἀροῦν καὶ σ. Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

σκάπτω: μέλλ. σκάψω Πλάτ. Νόμ. 778Ε, (κατα-) Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 566· -ἀόρ. ἔσκαψα Ἱππ. 789G, (κατ-) Ἡρόδ., κλπ.· πρκμ. ἔσκᾰφα (κατ-) Ἰσοκρ. 298Α, 303Β. - Παθ., μέλλ. σκαφήσμαι Πολύαιν. 5. 10, 3· ἀόρ. ἐσκάφην [ᾰ] Γεωπ., (κατ-) Εὐρ., κλπ.· πρκμ. ἔσκαμμαι Πλάτ. Κρατ. 413Α, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 6. Ἐκ. τῆς √ΣΚΑΠ παράγονται τὰ σκαπάνη, σκάπετος (κάπετος)· πρβλ. Σλαυ. kop-ati (fodere)· Λιθ. kap-as (tumulus)· -τὸ π. δασύνεται ἐν τοῖς ἔσκαφα, ἐσκάφην, σκάφος, σκάφη). Σκάπτω, ἀπόλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, Πλάτ. Νόμ. 778Ε· μοχθεῖν καὶ σκ. Ἀριστοφ. Πλ. 525· παροιμ., σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1432, πρβλ. Ἀποσπ. 4· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σκ. δικέλλῃ Ψευδο-Φωκυλ. 146. ΙΙ. μετ’ αἰτ., 1) σκάπτω, σκαλίζω, ἀποσκάπτω πρὸς καλλιέργειαν, σκάπτων, ἀρῶν γῆν, ποιμνίοις ἐπιστατῶν Εὐρ. Ἀποσπ. 188, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 16, 15· τοὺς ἀμπελῶνας Διόδ. 4. 31· ὑπόλιθον γῄδιον Λουκ. Τίμ. 31. 2) περισκάπτω, καλλιεργῶ ἢ περιποιοῦμαι σκάπτων, φυτὰ σκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 90, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 20· - μεταφορ., σκάπτει, μοχλεύει, θύρετρα, συνάπτει περὶ αὐτά, ἀνασκάπτει, «ξεπατώνει», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 999. 3) ἐπὶ τοῦ σκαπτομένου πράγματος, σκ. τάφρον, σκάπτω, ἀνοίγω τάφρον, Θουκ. 4. 90· σκ. βαθεῖαν (ἐξυπακ. τάφρον) Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 4· θεμελίους Λουκ. Ἀλέξ. 20. - Παθητ., τὰ ἐσκαμμένα, γραμμὴ ἐσκαμμένη καὶ σημειοῦσα τὸ ὅριον τοῦ ἅλματος τῶν πεντάθλων, ὅθεν μεταφορ., ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι, ὑπερβαίνω τὰ ὅρια, Πλάτ. Κρατ. 413Α, πρβλ. Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 6, Bast. Ep. Gr. σ. 243, καὶ ἴδε σκάμμα ΙΙ.

English (Strong)

apparently a primary verb; to dig: dig.

English (Thayer)

1st aorist ἐσκαψα; (allied with it are English 'ship', 'skiff', etc.; Curtius, § 109; Fick 4:267; 7:336); to dig: βαθύνω); Buttmann, § 130,5); Homer h. Merc.); Aristophanes, Euripides, Xenophon, Plato, Aristotle, Theophrastus, others) (Compare: κατασκάπτω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βλ. σκάβω.

Greek Monotonic

σκάπτω: (√ΣΚΑΦ), μέλ. σκάψω, αόρ. αʹ ἔσκαψα, παρακ. ἔσκαφα — Παθ., μέλ. σκᾰφήσομαι, αόρ. βʹ ἐσκάφην [ᾰ], παρακ. ἔσκαμμαι·
I. σκάβω, ορύσσω· μοχθεῖν καὶ σκάπτειν, σε Αριστοφ.· παροιμ., σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι, στον ίδ.
II. με αιτ.,
1. σκάβω το έδαφος, ορύσσω τη γη, σε Ξεν., Λουκ.
2. σκαλίζω, οργώνω, τσαπίζω, φυτὰσκάπτω, σε Ομηρ. Ύμν.· μεταφ., ανασκάπτω, διενεργώ ανασκαφή, ξεθάβω, φέρνω στην επιφάνεια, σε Ευρ.
3. σκάπτω τάφρον, διανοίγω τάφρο, σε Θουκ. — Παθ., τὰ ἐσκαμμένα, οι σκαμμένες γραμμές που αποτελούσαν σημάδια για τα όρια του άλματος του πένταθλου· μεταφ., ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι, υπερβαίνω τα όρια, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to dig, to dig out, to work the earth, κατα- σκάπτω to inter, to bury, usually to demolish, to raze to the ground, to destroy (h. Merc., Pi.).
Other forms: Aor. σκάψαι (IA.), fut. σκάψω, perf. ἔσκαφα, midd. ἔσκαμμαι (Att.), aor. pass. σκαφ-ῆναι (E., hell.), fut. -ήσομαι (J. a. o.),
Compounds: Often w. prefix, esp. κατα-.
Derivatives: Several derivv. (on the forms with φ cf. bel.): 1. σκάφη f. winnow, bowl, trough, dish, also ship (IA.); σκάφος n. hull of a ship, poet. also ship (IA.), rarely (as nom. act.) the digging (Hes. Op. 572, Gp.). 2. Diminut.: σκαφ-ίς, -ίδος f. cup (ι 223, Hp., Ar. a. o.), also barge and spade (hell. a. late); -ίον n. bowl, cup (com., hell. a. late), also as des. of a hair-dress (Ar., on the development of the meaning Solmsen Wortforsch. 203 ff. [disputable]), barge (Str., Hld.); -ίδιον n. winnow, ship (hell. a. late). 3. σκαφ-ίτης m. approx. boatman (Anon. ap. Demetr., Str.; Redard 44f.). 4. σκαφή f. the digging (hell. pap. a.o., Hdn. Gr. 1, 345), also grave (Bithynia; or σκάφη ?); often prefixcompp., esp. κατασκαφ-ή, often pl. -αί tomb, demolition, destruction (trag., also Att. prose); adj. κατασκαφ-ής butied (S.). 5. σκαφ-ιά f. ditch, grave (Halaesa Ia). 6. σκαφ-εύς m. digger (E., Archipp., hell. a. late; rather directly from σκάπτω than with Bosshardt 40 from σκαφή), also (from σκάφη) dish, σκαφηφόρος (Com. Adesp.); from σκάφη also σκαφ-εύω to empty in a trough (Ctes., Plu.) with -ευσις (Eun.); besides -ευσις, -εία f. the digging (Suid.), -εῖον n. shovel, also bowl, cup (= -ίον; youngatt. hell.) with -είδιον (Hdn. Epim.), -ευτής = fossor (Gloss.). 7. σκαφ-ητός m. the digging (Thphr., hell. a. late inscr. a. o.; after ἀλοητός a. o.), -ητροι pl. id. (pap. Ip); WestGr. (Delphi, Trozen a. o.) σκάπετος m. (Megara -πεδος; after δάπεδον, πέδον Solmsen Wortforsch. 196; not with Schwyzer 498 n. 13 "phonetical byform (play-)") grave, tomb; besides κάπετος id. (Il., Hp.), also spade (Gortyn)?, uncertain σκαπέτωσις the digging (Trozen). 8. σκαφαλος ἀντλητήρ H. (like πάσσαλος a.o.); λ-suffix also in σκαφλεύς = σκαφεύς (Athens IVa)?; Kumanudis Rev. de phil. 87, 99f. 9. σκαπ-άνη f. shovel, spade (Theoc., AP a. o.), also excavation (Thphr.), with -ανήτης m. digger (Zonar)., -ανεύς m. id. (Lyc., Phld., Str. a. o.; Bosshardt 68), -ανεύω to dig up (inscr. Magnesia [Epist. Darei], Phld. Rh.). 10. σκάμμα n. the digging, ditch, place dug up (Pl. Lg., hell. a. late). 11. περίσκαψις f. the digging up (pap. VIp, Gp.). 12. σκαπτήρ, -ῆρος m. digger (Margites, X. ap. Poll.; Fraenkel Nom. ag. 1, 107; 2, 55, Benveniste Noms d'agent 39), f. -τειρα (AP). 13. PN Σκαπτη ὕλη (Thrace; Hdt. a. o.) with Σκαπτησυλικός (Att. inscr.), -ίτης m. (St. Byz.); on the formaytion Schwyzer 452.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur. substr.X
Etymology: As common basis of the above forms, which show an analogically levelled system, can serve both σκαπ- (with analog. σκαφ- after θάπτω: τάφος, ταφῆναι a. o.) and σκαφ- (with partly phonetical partly anal. σκαπ-). In the first case Italic gives the nearest connection in the relik Lat. scapulae, Umbr. scapla (acc. sg.) shoulder(blade), if prop. shovel as primary nom. agentis (cf. σκάφαλος above). In the latter case σκάπτω agrees formally to a widespread word for plane, scratch etc. in Lat. scabō, Germ., e.g. OHG scaban, Lith. skabiù (= σκάπτω; beside this skobiù, skõbti) scoop out with the chisel, scraper v.t., to which also Slav., e.g. Russ. skóbelь plane-iron etc. (s. W.-Hofmann, Fraenkel and Vasmer s. vv. w. lit.). Also σκάφη, σκάφος a. o. fit better with plane, scoop out than with dig (Solmsen Wortforsch. 196 ff. w. extensive treatment), without possibility to draw a clear limit. -- If one removes the s- as "movable" and assumes a vocalic variation ē: ō: ā, the etymological field becomes very large. If one goes even a step further and beside (s)ke / o / a + p / bh- also accepyts a variant skēip / b-, and considers that not only the above final consonants, but classifies also the varying vowels as formants or enlargements, we arrive at the ideal root sek- cut etc. (from which then also come sk-er- and sk-el-). Nobody believes, that such a "systematic" cutting up gives a right pisture of the linguistic processes. Old connections with κόπτω, perhaps also with σκέπαρνος (s. vv. w. lit.; to this further still NPers. kāfađ dig, split) a. cogn. with all kinds of crosses and deviations (!) may be possible, but cannot be demonstrated in detail. -- S. still σκήπτω and σκίπων. -- Frisk's discussion of σκάπτω is hopelessly dated; it refers clearly to Pok. 930 ff.; e.g. we now know that PIE did not have an ablaut e/a; so the words with -e- must be omitted. I would strike the comparison with Lat. scapula (both for form and meaning). Also Lith. skobiù, skõbti, as Greek has no form with long a. I think that the forms (σ)κάπετος (s.v.) may be Pre-Greek, and so the other forms with σκαπ-; as also σκάφαλος and the strange σκαφλεύς. The other forms seem based on *skabh-, as in Lat. scabo and Germ., e.g. OHG scaban. I suggest that this form is a loan of a Eur. substratum.

Middle Liddell

[Root !σκαφ]
I. to dig, delve, μοχθεῖν καὶ σκ. Ar.; proverb., σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι Ar.
II. c. acc.,
1. to dig the ground, Xen., Luc.
2. to dig about, φυτὰ σκ. (as we say to hoe turnips), Hhymn.: metaph. to dig up, Eur.
3. σκ. τάφρον to dig a trench, Thuc.:—Pass., τὰ ἐσκαμμένα scores to mark a leap, metaph., ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι to overleap the mark, Plat.

Frisk Etymology German

σκάπτω: (seit h. Merc., Pi.),
{skáptō}
Forms: Aor. σκάψαι (ion. att.), Fut. σκάψω, Perf. ἔσκαφα, Med. ἔσκαμμαι (att.), Aor. Pass. σκααφῆναι (E., hell.), Fut. -ήσομαι (J. u. a.),
Grammar: v.
Meaning: graben, aufgraben, den Boden bearbeiten, κατα- ~ vergraben, begraben, gew. schleifen, der Erde gleichmachen, zerstören.
Composita: oft m. Präfix, bes. κατα-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen (zu den Formen mit φ vgl. unten): 1. σκάφη f. Wanne, Becken, Trog, Schüssel, auch Schiff (ion. att.); σκάφος n. Schiffsrumpf, poet. auch Schiff (ion. att.), vereinzelt (als Nom. act.) das Graben (Hes. Op. 572, Gp.). 2. Deminutiva: σκαφίς, -ίδος f. Napf (ι 223, Hp., Ar. u. a.), auch Kahn und Spaten (hell. u. sp.); -ίον n. Becken, Napf (Kom., hell. u. sp.), auch als Bez. einer Haartracht (Ar., zur Bed. Entwicklung Solmsen Wortforsch. 203 ff. [anfechtbar]), Kahn (Str., Hld.); -ίδιον n. Wanne, Schiff (hell. u. sp.). 3. σκαφίτης m. etwa Bootsmann (Anon. ap. Demetr., Str.; Redard 44f.). 4. σκαφή f. das Graben (hell. Pap. u.a., Hdn. Gr. 1, 345), auch Grab (Bithynien; oder σκάφη ?); öfter Präfixkompp., bes. κατασκαφή, oft pl. -αί Gruft, Schleifung, Zerstörung (Trag., auch att. Prosa); Adj. κατασκαφής vergraben (S.). 5. σκαφιά f. Graben, Grab (Halaesa Ia). 6. σκαφεύς m. Gräber (E., Archipp., hell. u. sp.; eher direkt von σκάπτω als mit Bosshardt 40 von σκαφή), auch (von σκάφη) Schüsselträger, σκαφηφόρος (Kom. Adesp.); von σκάφη auch σκαφεύω in einen Trog legen (Ktes., Plu.) mit -ευσις (Eun.); daneben -ευσις, -εία f. das Graben (Suid.), -εῖον n. Grabscheit, auch Becken, Napf (= -ίον; jungatt. hell.) mit -είδιον (Hdn. Epim.), -ευτής = fossor (Gloss.). 7. σκαφητός m. das Graben (Thphr., hell. u. sp. Inschr. u. a.; nach ἀλοητός u. a.), -ητροι pl. ib. (Pap. Ip); westgr. (Delphi, Trozen u. a.) σκάπετος m. (Megara -πεδος; nach δάπεδον, πέδον Solmsen Wortforsch. 196; nicht mit Schwyzer 498 A. 13 "lautliche Spielform") Grab, Grube; daneben κάπετος ib. (Il., Hp.), auch Spaten (Gortyn)?, unsicher σκαπέτωσις das Graben (Trozen). 8. σκάφαλος· ἀντλητήρ H. (wie πάσσαλος u.a.); λ-Suffix auch in σκαφλεύς = σκαφεύς (Athen IVa)?; Kumanudis Rev. de phil. 87, 99f. 9. σκαπάνη f. Grabscheit, Spaten (Theok., AP u. a.), auch Grabung (Thphr.), mit -ανήτης m. Gräber (Zonar)., -ανεύς m. ib. (Lyk., Phld., Str. u. a.; Bosshardt 68), -ανεύω aufgraben (Inschr. Magnesia [Epist. Darei], Phld. Rh.). 10. σκάμμα n. das, der Graben, aufgegrabener Platz (Pl. Lg., hell. u. sp.). 11. περίσκαψις f. das Umgraben (Pap. VIp, Gp.). 12. σκαπτήρ, -ῆρος m. Gräber (Margites, X. ap. Poll.; Fraenkel Nom. ag. 1, 107; 2, 55, Benveniste Noms d'agent 39), f. -τειρα (AP). 13. ON Σκαπτὴ ὕλη (Thrakien; Hdt. u. a.) mit Σκαπτησυλικός (att. Inschr.), -ίτης m. (St. Byz.); zur Bildung Schwyzer 452.
Etymology: Als gemeinsame Grundlage der obigen Formen, die ein analogisch ausgeglichenes System erkennen lassen, können sowohl σκαπ- (mit analog. σκαφ- nach θάπτω: τάφος, ταφῆναι u. a.) wie σκαφ- (mit teils lautgerechtem teils anal. σκαπ-) dienen. Im ersten Falle bietet das Italische die nächste Anknüpfung im Reliktwort lat. scapulae, umbr. scapla (Akk. sg.) ‘Schulter(blatt)’, wenn eig. Schaufel als primäres Nom. agentis (vgl. σκάφαλος oben). Im letzteren Falle stimmt σκάπτω formal zu einem weitverbreiteten Wort für schaben, kratzen in lat. scăbō, germ., z.B. ahd. scaban, lit. skabiù (= σκάπτω; daneben skobiù, skõbti) ‘mit dem Meißel, Schaber o.ä. aushöhlen’, wozu noch slav., z.B. russ. skóbelь ‘Schabmesser, -hobel' u. a. m. (s. W.-Hofmann, Fraenkel und Vasmer s. vv. m. Lit.). Auch σκάφη, σκάφος u. a. fügen sich besser an schaben, aushöhlen als an graben (Solmsen Wortforsch. 196 ff. m. ausführl. Behandlung), ohne daß es möglich wäre, eine bestimmte Grenze zu ziehen. — Wenn man das s- als "beweglich" abtrennt und eine vokalische Variation ē̆: ō̆: ā̆ hinnimmt, dehnt sich der etymologische Spielraum bcträchtlich aus. Wenn man noch einen Schritt weiter geht und neben (s)qe / o / a + p / bh- auch eine Variante sqē̆ip / b- ansetzt, außerdem nicht nur die Endkonsonanten, sondern auch die wechselnden Vokale als Formantien oder Erweiterungen klassifiziert, ist man endlich an der idealen Wurzel seq- schneiden (wovon dann noch sq-er- und sq-el-) angelangt. Niemand glaubt, daß eine derartige "systematische" Zerhackung von dem wirklichen sprachlichen Verlauf ein richtiges Bild gibt. Alte Beziehungen zu κόπτω, viell. auch zu σκέπαρνος (s. dd. m. Lit.; dazu noch npers. kāfaδ graben, spalten) u. Verw. unter allerlei Kreuzungen und Entgleisungen vor der schrift- und hochsprachlichen Stabilisierung und Fixierung sind indessen sehr wahrscheinlich, aber im einzelnen nicht mehr nachweisbar. — S. noch σκήπτω und σκίπων.
Page 2,718-720

Chinese

原文音譯:sk£ptw 士卡普拖
詞類次數:動詞(3)
原文字根:掘
字義溯源:挖掘*,掘,掘開土,挖開,挖地,鋤地。比較: (ὀρύσσω)=挖洞
同源字:1) (κατασκάπτω)暗中破壞 2) (σκάπτω)挖掘 3) (σκάφη)輕舟
出現次數:總共(3);路(3)
譯字彙編
1) 我⋯挖開(1) 路13:8;
2) 去鋤地(1) 路16:3;
3) 挖地(1) 路6:48

Mantoulidis Etymological

Θέμα σκαπ + πρόσφυμα τ → σκάπ + τ + ω → σκάπτω.
Παράγωγα: σκάμμα, σκαπάνη, σκαπανεύς, σκάπετοςκάπετος (=λάκκος), καί σκαφετόςσκαφητός, σκαπτέον, σκαπτήρ, σκάπτειρα, σκαπτός, σκάφη, σκαφεία, σκαφεῖον, σκαφεύς, σκαφεύω, σκάφη, κατασκαφή (=τάφος), σκάφυον, σκαφίς (ὑποκορ.), σκάφος (=σκάψιμο), σκάφος (=πρᾶγμα κοῖλο ὅπως ἡ λεκάνη), σκέμπαρνον ἤ σκέπαρνος (=σκεπάρνι).

Lexicon Thucydideum

fodere, to dig, excavate, 4.90.2.

Translations

dig

'Are'are: 'eri; Afrikaans: grawe, spit, delf; Arabic: حَفَرَ‎; Egyptian Arabic: حفر‎; Aramaic Syriac: ܚܦܪ‎; Armenian: փորել; Aromanian: arãm, sap; Assamese Central: খান্দা; Eastern: খন্দা; Azerbaijani: qazmaq, eşmək; Belarusian: капаць, выкапаць; Bulgarian: копая, разкопавам, ровя, рия; Burmese: တူး; Buryat: малтаха; Catalan: cavar, excavar; Cherokee: ᎠᏍᎪᏍᎦ; Chinese Mandarin: 挖, 挖掘, 掘; Czech: kopat, rýt; Danish: grave; Dutch: graven, delven; Esperanto: fosi; Even: ул-; Evenki: улэ-; Finnish: kaivaa; French: creuser; Galician: escavar, cavar, escaravellar; Georgian: ბარვა, თხრა, გათხრა, ამოთხრა; German: graben; Gothic: 𐌲𐍂𐌰𐌱𐌰𐌽; Greek: σκάβω; Ancient Greek: σκάπτω, ὀρύσσω, ὀρύττω; Hebrew: חפר‎; Hindi: खोदना; Hungarian: ás; Icelandic: grafa; Ido: exkavar, kavigar; Ilocano: kali; Indonesian: gali; Irish: tochail, rómhair; Italian: scavare; Japanese: 掘る; Javanese: dhudhuk; Kalmyk: малтх; Kapampangan: kulkul; Kashubian: kòpac; Korean: 파다; Kurdish Central Kurdish: ھەڵکوڵین‎, ھەڵقەندن‎, کوڵین‎, کوڵاندن‎; Kyrgyz: казуу; Latgalian: rakt, best, kast; Latin: fodio, cavo; Latvian: rakt; Lithuanian: kasti, rausti; Luxembourgish: gruewen; Macedonian: копа; Malay: gali, korek; Maltese: ħaffer; Manchu: ᡶᡝᡨᡝᠮᠪᡳ; Mansaka: kari; Maori: karituangi, kari, tīkakukaku, ketu, keri, kō, kōhure, whakapākihi, pūkari; Marathi: खोदणे, खणणे; Middle English: delven, graven; Mongolian: малтах, ухах; Nanai: хулэ-; Nepali: खन्नु; Ngazidja Comorian: utsimba; Norman: creuser, foui, fouoilli; North Frisian: greewe, greew; Norwegian: grave; Occitan: cavar, excavar; Old English: delfan; Oriya: ଖୋଳିବା; Persian: کندن‎; Polish: kopać, wykopywać, ryć; Portuguese: cavar, escavar; Quechua: allay, haratay; Rapa Nui: karo; Romanian: săpa, excava; Romansch: stgavar; Russian: копать, выкапывать, выкопать, копнуть, рыть, вырыть; Sanskrit: खनति; Scottish Gaelic: cladhaich; Serbo-Croatian: копати, kopati, рити, riti; Shor: қазарға; Slovak: kopať, ryť; Slovene: kopati, ríti; Somali: qodid; Sorbian Lower Sorbian: ryś; Spanish: excavar, ahondar, cavar; Sundanese: kali; Swedish: gräva; Tagalog: hukay, dukal; Tamil: தோண்டு, நோண்டு; Tausug: kali; Tetum: ke'e; Thai: ขุด; Tocharian B: rāp-; Turkish: kazmak; Ukrainian: копати, рити; Urdu: کھودنا‎; Vietnamese: đào, bới; Welsh: cloddio, palu; Yakut: хас; Yiddish: גראָבן‎; Zazaki: kenden, kenen; Zealandic: delve, graeve; Zulu: -mba