σκαλίας

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A found d' artichaut, Thphr.HP6.4.11; cf. ἀσκάληρον.

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, der Kopf od. die Frucht der Artischocke, κάκτος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλίας: -ου, ὁ, ἡ κορυφὴ τῆς κάκτου («φραγκοσυκιᾶς») ἢ ἀγινάρας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το εσωτερικό περιφερειακό τμήμα της αγκινάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- του σκάλλω + επίθημα -ίας (πρβλ. καπν-ίας), πιθ. λόγω του ότι βρίσκεται στο εσωτερικό του φυτού].