ἀσκάληρον
From LSJ
English (LSJ)
τό, v.l. (ap.Ath.) for σκαλίας (q.v.), Thphr. HP 6.4.11: —also ἀσκαλία, Plin.HN21.97.
Spanish (DGE)
-ου, τό
corazón de la alcachofa Thphr.HP 6.4.11 en Ath.70e (pero σκαλίαν ed.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκάληρον: τό, τὸ περικάρδιον (περικάρπιον Meineke) τοῦ καυλοῦ τῆς κάκτου, Ἀθήν. 70Ε.