-ή, -ό, Ν σκελετός1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκελετό («σκελετική δομή»)2. φρ. α) «σκελετικός μυς»βιολ. καθένας από τους γραμμωτούς μυς που προσφύεται σε ένα τμήμα του σκελετούβ) «σκελετικό σύστημα»βιολ. ο σκελετός.