σύστημα
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
συστήματος, τό,
A whole compounded of several parts or members, system, Pl.Epin.991e, Arist.GA740a20; of the composite whole of soul and body, Epicur.Ep.1p.21U.; τὸ ὅλον σύστημα τοῦ σώματος D.H. Rh.10.6.
b in literary sense, composition, ἐποποιικὸν σύστημα [πραγμάτων] Arist.Po.1456a11; λυρικὰ συστήματα SIG660.3 (Delph., ii B.C.); τέχνη ἐστὶ σύστημα ἐκ καταλήψεων συγγεγυμνασμένων Zeno Stoic.1.21, cf. Arr.Epict.1.20.5; of the syllogism, S.E.P.2.173.
c = σύστασις B. II.2, Arist.GA758b3.
2 organized government, constitution, Pl.Lg. 686b, Arist.EN1168b32; σύστημα δημοκρατίας Plb.2.38.6, cf. 6.10.14; τὸ ἐκ θεῶν καὶ σοφῶν σύστημα Diog.Bab.Stoic.3.241; confederacy, σύστημα τῶν Ἀχαιῶν Plb.2.41.15, cf. 9.28.2; τὸ Ἀμφικτιονικὸν σύστημα SIG761 A 16 (Delph., i B.C.), Delph.3(1).480.16; band of partisans, J.AJ20.9.4; σύστημα τοῦ γένους ἡμῶν, of a Jewish community, Id.Ap.1.7:—it seems to have meant also a company or guild, CIG2508 (Cos, Dor. σύσταμα), 2562 (Hierapytna), 2699 (Mylasa); or a committee, τῆς γερουσίας ib.2930 (Tralles).
3 body of soldiers, corps, usually of a definite number, like τάγμα, σύνταγμα, σύστημα μισθοφόρων, σύστημα ἱππέων, etc., Plb.1.81.11, 30.25.8, etc.; but τὸ τῆς φάλαγγος σύστημα the phalanx itself, Id.5.53.3.
b a boat's crew, Alciphr.1.8.
4 generally, flock, herd, Plb.12.4.10; τὰ βασιλικὰ συστήματα τῶν ἱπποτροφιῶν Id.10.27.2.
5 college of priests or magistrates, Id.21.13.11, Str.17.1.29, etc.; of the Roman Senate, Plu. Rom.13, cf. Lib.Or.11.146.
6 in Music, system of intervals, scale, Pl.Phlb. 17d; συστήματα ἐναρμόνια, ὀκτάχορδα, Aristox.Harm.p.2 M., cf. Ph.1.10, Plu.2.1142f, Cleonid.Harm.1.
b strain, Jul.Caes. 315c.
7 in Metre, metrical system, as in Anapaestics, Heph.Poë.3.
8 Medic., accumulation of sediment, Hp.Epid.7.83; τὰ τῶν ὑδάτων συστήματα LXX Ge.1.10 (v.l. συστέματα), cf. Ezek.Exag.134, Sotion p.183 W.
9 Medic., the pulse-beats taken collectively, Gal.9.279.
10 machine, apparatus, Apollod.Poliorc.138.13.—The word first occurs in Hp. and Pl., but is chiefly used in later Prose.
German (Pape)
[Seite 1044] τό, ein aus mehrern Teilen, Gliedern, Personen bestehendes, zusammengesetztes Ganzes; ἀριθμοῦ, Plat. Epin. 991 e; τὰ ἐκ τούτων ὅσα συστήματα γέγονεν, Phil. 17 d; Menge, Schaar, Heerde, Versammlung, ζώων, ἱπποτροφείων συστήματα, Pol. 12, 4, 10. 10, 27, 2. – Bes. a) eine Schaar Soldaten, gew. von einer bestimmten Anzahl, Pol. 1, 81, 11 u. öfter; τὸ τῆς φάλαγγος σύστημα, die Aufstellung eines Heeres in Gestalt einer Phalanx, 5, 53, 3. – b) die in einem Staate Zusammenlebenden, auch die Verfassung des Staates selbst, πολιτείας, Pol. 6, 11, 3, δημοκρατίας, 2, 38, 6; auch ein Staatenverein od. Bundesstaat, τῶν Ἀχαιῶν, 2, 14, 15. – c) ein Collegium von obrigkeitlichen Personen, bes. Priestern. – d) bei Sp. bes. Lehrgebäude einer Kunst od. Wissenschaft, das aus mehrern Lehrsätzen zusammengesetzt ist, System. – In der Metrik die Verbindung mehrerer Verse zu einem Ganzen. – Bei den sp. Medic. Anhäufung des Blutes od. der Säfte.
French (Bailly abrégé)
συστήματος (τό) :
1 ensemble, total, masse;
2 troupe d'hommes, en gén. foule ; spécial. corps de troupes, compagnie, assemblée politique;
3 ensemble de doctrines, d'institutions, constitution politique, système philosophique.
Étymologie: συνίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύστημα, συστήματος, τό [συνίστημι] van zaken samengesteld geheel, systeem, m. n. politiek systeem, staatsvorm; in de dichtkunst samenstelling (van gebeurtenissen), compositie; Aristot. Poët. 1456a11; muz., een systeem van intervallen: toonladder. geneesk. sediment, bezinksel. van personen groep, groepering, m. n. legerafdeling, corps; college (van priesters of magistraten); van de Romeinse senaat; Plut. Rom. 13.2; van filosofische scholen. Luc. 24.29.
Russian (Dvoretsky)
σύστημα: συστήματος τό
1 сочетание, образование, организм (τὸ ζῷον καὶ τὸ σ. Arst.): ἀριθμοῦ σ. Plat. числовое сочетание;
2 сочинение, произведение (ἐποποιϊκόν Arst.);
3 устройство, организация (δημοκρατίας Polyb.);
4 объединение, федерация, союз (Ἀχαιῶν Polyb.);
5 стадо (ζῴων Polyb.);
6 воинская часть, отряд (μισθοφόρων Polyb.);
7 строй (τῆς φάλαγγος Polyb.);
8 руководящий орган, коллегия Polyb.;
9 (в Риме, лат. senatus) сенат Plut.;
10 муз. созвучие Plat.;
11 стих. система (строфа из определенного количества стихов определенных размеров);
12 философское учение, система Sext.
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α συνίσταμαι
1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, του οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων στη βάση τών οποίων είναι συγκροτημένο αυτό το σύνολο (α. «σύστημα μεταφοράς» β. «Εθνικό Σύστημα Υγείας» γ. «τὸ ὅλον σύστημα τοῦ σώματος», Διον. Αλ.)
2. (αρχ. ελλ. μουσ.) πρότυπο φθόγγων και διαστημάτων, από δύο ως οκτώ ή από ένδεκα, δώδεκα ή δεκαπέντε φθόγγους, πάνω στο οποίο δομήθηκε η αρχαία ελληνική μουσική («καὶ ὁποια καὶ τοὺς ὅρους τῶν διαστημάτων καὶ τὰ ἐκ τούτων ὅσα συστήματα γέγονεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. τρόπος οργάνωσης μιας διεργασίας, μιας ενέργειας, μέθοδος εργασίας («σύστημα διδασκαλίας»)
2. τρόπος κατασκευής, λειτουργίας ή χρήσης («μηχανή νέου συστήματος»)
3. τρόπος κατά τον οποίο ενεργεί ή συμπεριφέρεται κάποιος, συνήθεια («το έχει σύστημα να σηκώνεται πρωί»)
4. τριτοβάθμια μονάδα στον προσκοπισμό
5. διατεταγμένο σύνολο που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας ταξινόμησης τών μελών του με βάση ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά τους η οποία διευκολύνει την έρευνα και τη σπουδή τους (α. «περιοδικό σύστημα τών [χημικών] στοιχείων» β. «σύστημα επιστημών» γ. «οικολογικό σύστημα» δ. «Το σύστημα της φύσης» — τίτλος του κορυφαίου έργου του φυσιοδίφη Λινναίου)
6. συνεκτικό σύνολο επιστημονικών ή φιλοσοφικών γνώσεων και αρχών (α. «πτολεμαϊκό σύστημα» β. «εγελειανό σύστημα»)
7. (ανατ.-φυσιολ.) σύνολο οργάνων ή ιστών το οποίο χαρακτηρίζεται, συνήθως, από έναν επικρατή ιστό και εκτεταμένη κατανομή σε ευρείες περιοχές του σώματος και έχει ταυτόχρονα λειτουργική και μορφολογική έννοια
8. αστρον. σύνολο δύο ή περισσότερων ουράνιων σωμάτων, συχνά κοινής καταγωγής και προέλευσης, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους μέσω της αμοιβαίας έλξης τους και περιφέρονται γύρω από το κοινό κέντρο βάρους τους («σύστημα διπλών αστέρων»)
9. (φιλοσ.) (κατά τον Χέγκελ) το εύτακτο σύνολο τών νοητικών προσδιορισμών που επιτρέπουν να γίνεται αντιληπτή η αντικειμενική πραγματικότητα ως όλο
10. φυσ.-χημ. χαρακτηρισμός οποιουδήποτε τυχαία καθορισμένου τμήματος της υπό μελέτη ύλης, που περιέχει συγκεκριμένες ποσότητες μιας ή περισσότερων ουσιών, γνωστών ως συστατικά του συστήματος
11. γεωλ. χρονοστρωματογραφική μονάδα που αντιπροσωπεύει μια αλληλουχία στρωμάτων τα οποία αποτέθηκαν σε συγκεκριμένο διάστημα του γεωλογικού χρόνου
12. (μετεωρ.) σύνολο νεφών διαφορετικών τύπων που συνοδεύουν μια πλήρη διατάραξη στην ατμόσφαιρα
13. μουσ. διατεταγμένο σύνολο τών στοιχειωδών μουσικών διαλειμμάτων που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ δύο ακραίων ήχων
14. φρ. α) «από σύστημα» ή «κατά σύστημα» — κατά τρόπο σταθερό και μεθοδικά προκαθορισμένο («κάθε φορά αργεί στο μάθημα από σύστημα»)
β) «σύστημα αναφοράς»
(μαθ.-φυσ.) σύστημα συντεταγμένων ή σύνολο ακίνητων του ενός έναντι του άλλου συστημάτων συντεταγμένων, στο οποίο αναφέρονται και με το οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις τών σημείων ή τών σωμάτων που δεν ανήκουν σ' αυτό αλλά κινούνται σε σχέση προς αυτό
γ) «αδρανειακό σύστημα αναφοράς»
φυσ. σύστημα αναφοράς σε σχέση με το οποίο ένα υλικό σημείο πολύ απομακρυσμένο από κάθε άλλο υλικό σώμα και, συνεπώς, μη υφιστάμενο την επίδραση καμιάς δύναμης κινείται ευθύγραμμα και με σταθερή ταχύτητα ή παραμένει ακίνητο
δ) «ανάλυση συστημάτων»
(πληροφ.) ο καθορισμός, η αξιολόγηση και η τεκμηρίωση τών αναγκών και τών δυνατοτήτων για την εισαγωγή νέων ή τη βελτίωση τών εφαρμοζόμενων τρόπων εργασίας σε έναν τομέα
ε) «ανοιχτό σύστημα»
(βιολ.-κοινων.-φυσ.) κάθε σύστημα που είναι υποχρεωμένο να ανταλλάσσει ενέργεια με το περιβάλλον του, δηλαδή να προσλαμβάνει συνεχώς ενέργεια υπό μια ορισμένη μορφή, να τήν μετασχηματίζει και να τήν ανταποδίδει με άλλη μορφή, να επικοινωνεί διαρκώς με το περιβάλλον, να επηρεάζεται από αυτό, αλλά και να το επηρεάζει
στ) «αξιωματικό σύστημα
(επιστημολ.) σύνολο λογικών αρχών ή νόμων συγκροτημένων σε δύο ευδιάκριτες τάξεις, πρώτον, τα αξιώματα, δηλαδή τις γενικότατες και συνεπώς μη αποδείξιμες προτάσεις, και, δεύτερο, τα θεωρήματα, δηλαδή τις προτάσεις που, βάσει ορισμένων κανόνων μετατροπής, προκύπτουν από τις προτάσεις της πρώτης τάξης
ζ) «γλωσσικό σύστημα»
γλωσσ. η γλώσσα ως οργανωμένο σύνολο στενών και βάσει κανόνων αλληλεξάρτησης καθορισμένων σχέσεων ανάμεσα στα στοιχεία τών επιπέδων στα οποία αυτή αναλύεται, δηλαδή του φωνολογικού, του μορφολογικού, του συντακτικού και του σημασιολογικού, έτσι ώστε να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους όλα τα μέλη της αντίστοιχης γλωσσικής κοινότητας
η) «ενεργειακό σύστημα»
τεχνολ. το σύνολο τών πόρων και τών πηγών ενέργειας μιας χώρας, όπως είναι οι υδατοπτώσεις, τα ανθρακωρυχεία, τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικών αερίων, τα κάθε είδους εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και τα αντίστοιχα δίκτυα μεταφοράς του, θεωρούμενο ως ενιαία οντότητα εκμετάλλευσης, παραγωγής και διανομής της ενέργειας
θ) «ηλιακό σύστημα»
αστρον. σύνολο που απαρτίζεται από τον Ήλιο, τους πλανήτες που περιφέρονται γύρω του καθώς και από τους δορυφόρους τών πλανητών, από τους πλανητοειδείς και τους περιοδικούς κομήτες
ι) «θερμοδυναμικό σύστημα»
(φυσ.-τεχνολ.) φυσικο-χημικό σύστημα που υφίσταται μεταβολές καταστάσεων φυσικο-χημικού χαρακτήρα στη διάρκεια τών οποίων μεταξύ τών συστατικών του συστήματος είτε μεταξύ του συστήματος και του περιβάλλοντος μεσολαβούν ανταλλαγές θερμότητας και παράγεται ή καταναλώνεται, από το σύστημα, μηχανικό έργο
ια) «θεωρία τών συστημάτων» — γενική και διακλαδική θεωρία η οποία μελετά τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν, γενικά, τα συστήματα
ιβ) «κοινωνικό σύστημα»
(κοινων.) βλ. κοινωνικός
ιγ) «κλειστό σύστημα»
(βιολ.-κοινων.-φυσ.) κάθε σύστημα το οποίο δεν ανταλλάσσει ενέργεια με το περιβάλλον του, δεν το επηρεάζει και ούτε επηρεάζεται από αυτό
ιδ) «κοινωνικο-οικονομικό σύστημα»
(κοινων.-πολ.) τύπος οργάνωσης και λειτουργίας όλων τών στοιχείων και τών μεταξύ τους σχέσεων που συνθέτουν τη ζωή της κοινωνίας σε μια δεδομένη βαθμίδα της ιστορικής εξέλιξης, τύπος που θεμελιώνεται πάνω σε ορισμένο τρόπο παραγωγής
ιε) «κρυσταλλικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) μια από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό (α. «κυβικό σύστημα» β. «τετραγωνικό σύστημα» γ. «εξαγωνικό σύστημα
δ. «ρομβικό [ή ορθορρομβικό] σύστημα»)
ιστ) «οπτικό σύστημα»
φυσ. σύνολο οπτικών οργάνων, όπως λ.χ. φακών, κατόπτρων, πρισμάτων, που προορίζεται για τον σχηματισμό ενός ειδώλου
ιζ) «πληροφοριακό σύστημα»
(πληροφ.) σύνολο διεργασίας μεθόδων και μέσων συλλογής, επεξεργασίας και συστηματοποίησης ανάλυσης, αποθήκευσης και αξιοποίησης τών πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη διεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας σε διάφορα επίπεδα
ιη) «πολιτειακό σύστημα»
(νομ.) η μορφή διακυβέρνησης μιας χώρας
ιθ) «πολιτικό σύστημα»
(κοινων.) βλ. πολιτικός
κ) «σύστημα δυνάμεων»
φυσ. σύνολο καθορισμένου αριθμού δυνάμεων που εφαρμόζονται πάνω στο ίδιο σημείο ή στο ίδιο στερεό σώμα
κα) «σύστημα εξισώσεων»
μαθ. σύνολο εξισώσεων με πολλούς αγνώστους τών οποίων οι λύσεις πρέπει να επαληθεύουν ταυτόχρονα όλες τις εξισώσεις του συστήματος
κβ) «σύστημα μονάδων»
μετρολ. συγκροτημένο σύστημα μονάδων μέτρησης που προκύπτουν από ορισμένες θεμελιακές συμβατικές μονάδες μέσω τών σχέσεων οι οποίες συνδέουν μεταξύ τους τα μεγέθη στα οποία αναφέρεται το σύστημα («Διεθνές Σύστημα Μονάδων»)
κγ) «σύστημα Μπράιγ» — σύστημα ανάγλυφης γραφής για χρήση από τυφλούς
κδ) «σύστημα συμμετοχής»
(οικον.) η μονομερής ή στη βάση της αμοιβαιότητας κατοχή ανώνυμων μετοχών διαφόρων εταιρειών
κε) «τεχνολογία συστημάτων»
τεχνολ. διεπιστημονικός κλάδος του οποίου κύριο αντικείμενο είναι η διαδικασία σύνθεσης επιμέρους τεχνικών και γνωστικών περιοχών και η τεχνική εφαρμογής τών γνώσεων διαφόρων άλλων τομέων της τεχνολογίας και της επιστήμης, σε αποτελεσματικό συνδυασμό, για την επίλυση σύνθετων τεχνικών προβλημάτων
κστ) «τεχνικό σύστημα»
τεχνολ. φυσικό σύστημα αποτελούμενο, τουλάχιστον εν μέρει, από στερεά επιμέρους σώματα, που χρησιμοποιείται στην τεχνική, όπως είναι λ.χ. μια μηχανή
κζ) «τυπικό σύστημα»
(λογ.) ολοκληρωμένο σύνολο τών εξισώσεων που είναι δυνατόν να προκύψουν από την εφαρμογή κανόνων
κη) «τυφλό σύστημα» — μέθοδος δακτυλογραφίας, κατά την οποία κάθε δάκτυλο πατά συγκεκριμένα πλήκτρα της γραφομηχανής και η δακτυλογράφηση γίνεται χωρίς ο δακτυλογράφος να κοιτάζει το πληκτρολόγιο της γραφομηχανής
κθ) «φυσικό σύστημα»
i) (βιολ.-κοινων.) σύστημα του οποίου τα λειτουργικά συστατικά αποτελούν ολοκληρωμένο οργανικό σύνολο, όπως είναι λ.χ. ο άνθρωπος
ii) (τεχνολ.-φυσ.) σύστημα συγκροτημένο από σώματα και πεδία, οριοθετημένα στον χώρο, θεωρούμενο από την άποψη τών φυσικών τους ιδιοτήτων
λ) «φυσικοχημικό σύστημα»
(τεχνολ.φυσ.) φυσικό σύστημα στο οποίο συντελούνται μεταβολές στη σύνθεση τών σωμάτων ή τών φάσεων που το συγκροτούν ή θεωρούμενο τόσο από φυσική όσο και από χημική άποψη
αρχ.
1. σύνθεση
2. πολίτευμα («τηλικοῦτον σύστημα..., ἥτις ποτὲ τύχη διέφθειρε», Πλάτ.)
3. ομοσπονδιακή ένωση, ομοσπονδία («τὸ Ἀμφικτιονικὸν σύστημα», επιγρ. Δελφών)
4. στρατιωτικό σώμα καθορισμένου αριθμού («σύστημα μισθοφόρων», Πολ.)
5. πλήρωμα πλοίου
6. αγέλη ζώων («τὰ βασιλικὰ συστήματα τῶν ἱπποτροφιῶν», Πολ.)
7. εταιρεία ή συντεχνία
8. σύλλογος προσώπων που κατείχαν ιερατικό ή διοικητικό αξίωμα («τὸ σύστημα τῶν ἱερέων», Διόδ.)
9. πολιτικός οργανισμός («τὸ δὲ σύστημα σενᾱτον προσηγόρευσεν», Πλούτ.)
10. ιατρ. α) συσσώρευση ιζημάτων («τὰ τῶν ὑδάτων συστήματα», Ιπποκρ.)
β) το σύνολο τών σφυγμών
11. συσκευή, μηχάνημα
12. (μετρ.) ακαθόριστου μήκους ρυθμική σύνθεση από ομοειδή μετρικά στοιχεία τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο (α. «ἀναπαιστικὸν σύστημα» β. «ἰαμβικὸν σύστημα» γ. «παιωνικὸν σύστημα»).
Greek Monotonic
σύστημα: συστήματος, τό (συστῆναι),
1. οργανικό σύνολο, σύνολο που συνίσταται από διάφορα μέρη, σύστημα, σε Πλάτ.· φιλολογική σύνθεση, συγγραφή, σε Αριστ.
2. οργανωμένη διακυβέρνηση, πολίτευμα, πολιτεία, συνταγματικός χάρτης, στον ίδ.
3. σώμα στρατιωτών, τάγμα, σύνταγμα, σε Πολύβ.
4. λέγεται για τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύστημα: τό, τὸ ἐκ πολλῶν συνιστάμενον σύνολον, ὅλον τι ὀργανικόν, σύστημα, Πλάτ. Ἐπιν. 901Ε, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 4, 36., 3. 9, 3· τὸ ὅλον σ. τοῦ σώματος Διον. Ἁλ. Ρητ. 10. 6 -φιλολογικῶς, σύνθεσις, συντεταγμένον τι ὅλον, ἐποποιικὸν σ. Ἀριστ. Ποιητ. 18. 13· - τέχνη ἐστὶ σ. ἐκ καταλήψεων ἐγγεγυμνασμένων Λουκ. Παράσ. 4, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 5, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 173, κλπ. 2) κυβέρνησις ὠργανωμένη, σύνταγμα, πολίτευμα, Πλάτ. Νόμ. 686Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 8, 6· σ. δημοκρατίας, πολιτείας Πολύβ. 2. 38, 6., 6. 11, 3· ὁμοσπονδία, σ. τῶν Ἀχαιῶν ὁ αὐτ. 2. 41, 15, πρβλ. 9. 28, 2· - φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε καὶ σύλλογον, ἑταιρείαν ἢ συντεχνίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2508, 2562, 2699· ἢ ἐπιτροπείαν, αὐτόθι 2930. 3) σῶμα στρατιωτῶν, συνήθως ὡρισμένου τινὸς ἀριθμοῦ, ὡς τὸ τάγμα, σύνταγμα, σ. μισθοφόρων, ἱππέων Πολύβ. 1. 81, 11, κλπ.· ἀλλά, τὸ τῆς φάλαγγος σ., αὐτὴ ἡ φάλαγξ, ὁ αὐτ. 5. 53, 3. 4) καθόλου, ποίμνιον, ἀγέλη, ζῴων, ἱπποτροφείων ὁ αὐτ. 12. 4, 10., 10., 10. 27, 2. 5) σύλλογος ἱερέων ἢ ἀρχόντων, ὁ αὐτ. 21. 10, 11, Στράβ. 806, κλπ.· ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς Συγκλήτου, Πλουτ. Ρωμ. 13. 6) ἐν τῇ Μουσικῇ, σύστημα ἁρμονίας κατὰ τὰ διαστήματα, οἷον τὸ διὰ πασῶν, τὸ διὰ τεσσάρων, Πλάτ. Φίληβ. 17D, ἴδε Chappell. of. M. σ. 60 κἑξ., 71 κἑξ., 95. 7) ἐν τῇ μετρικῇ, ἡ ἕνωσις πολλῶν στίχων συνεχῶν εἰς ἓν ὅλον, οἷον τὸ ἀναπαιστικὸν σύστημα, πρβλ. συνάφεια. 8) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ὡς τὸ ἄθροισις, ἐπισώρευσις καθιζημάτων, Ἱππ. 1230D, Γαλην. - Ἡ λέξις ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον παρ’ Ἱπποκρ. καὶ Πλάτ., ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις πεζογράφοις.
Middle Liddell
σύστημα, συστήματος, τό, [συστῆναι]
1. a whole compounded of parts, a system, Plat.:— a composition, Arist.
2. an organised government, constitution, Arist.
3. a body of soldiers, a corps, Polyb.
4. of the Roman Senate, Plut.
English (Woodhouse)
framework, organisation, structure
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συνίστημι → σύν + ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό unión total, conjunto de todo χαῖρε, τὸ πᾶν σ. τοῦ ἀερίου πνεύματος te saludo, unión total del espíritu aéreo P IV 1115 como advoc. de la Osa ἄρκτε, θεὰ μεγίστη, ... στοιχεῖον ἄφθαρτον, σ. τοῦ παντός Osa, diosa mayor, principio inmortal, conjunto de todas las cosas P IV 1304
Translations
system
Albanian: sistem; Arabic: نِظَام, جِهَاز; Egyptian Arabic: نظام, سيستم; Armenian: համակարգ; Asturian: sistema; Azerbaijani: sistem; Belarusian: сістэма; Bengali: সিস্টেম, রীতি, পদ্ধতি; Bulgarian: система; Burmese: နည်း, စနစ်; Catalan: sistema; Cebuano: pamaagi; Chinese Cantonese: 系統, 系统, 體系, 体系; Mandarin: 系統, 系统, 制度, 體系, 体系; Czech: systém, soustava; Danish: system; Dutch: systeem, stelsel; Esperanto: sistemo; Estonian: menetlus, süsteem; Finnish: järjestelmä; French: système; Galician: sistema; Georgian: სისტემა; German: System, Ordnung, Verbund; Greek: σύστημα; Ancient Greek: σύστημα; Hebrew: שִׁיטָה; Higaonon: pamaagi; Hindi: रीति, क्रम, सारणी, सिस्टम, प्रणाली, तरीक़ा, सिरिश्ता, निजाम; Hungarian: rendszer, szisztéma; Icelandic: kerfi; Ido: sistemo; Indonesian: sistem; Interlingua: systema; Irish: córas; Italian: sistema; Japanese: 系統, 系, 制度, 体系; Kazakh: жүйе; Khmer: ប្រព័ន្ធ; Korean: 체계(體系), 제도(制度), 계통(系統); Kyrgyz: система, тутум; Lao: ລະບົບ; Latin: systema; Latvian: sistēma; Lithuanian: sistema; Macedonian: систем; Malay: sistem; Maltese: sistema; Maori: pūnaha; Mongolian Cyrillic: журам; Norwegian Bokmål: system; Nynorsk: system; Occitan: sistèma; Oromo: sirna; Persian: سیستم, منظومه, سامانه; Polish: układ, system; Portuguese: sistema; Romanian: sistem; Russian: система; Sanskrit: व्यवस्थ, क्रम; Scots: seestem; Scottish Gaelic: siostam; Serbo-Croatian Cyrillic: сустав, сѝсте̄м; Roman: sústav, sìstēm; Sindhi: سِرِشتو; Slovak: systém, sústava; Slovene: sistem; Spanish: sistema; Swabian: Sischdem; Swahili: mfumo; Swedish: system; Tagalog: sistema, kaayusan; Tajik: систем; Telugu: వ్యవస్థ; Thai: ระบบ; Turkish: usul, sistem, düzen; Turkmen: sistema; Ukrainian: система; Urdu: نظام; Uyghur: سىستېما; Uzbek: tizim, sistema; Vietnamese: hệ thống; Volapük: sitot; Welsh: system; Yiddish: סיסטעם
corps
Arabic: فَيْلَق; Armenian: կորպուս; Azerbaijani: korpus; Belarusian: корпус; Bulgarian: корпус; Catalan: cos; Chinese Cantonese: 軍團, 军团; Mandarin: 軍團, 军团; Czech: sbor; Estonian: korpus; Finnish: armeijakunta; French: corps; Georgian: კორპუსი; German: Korps; Hungarian: hadtest; Ido: korpo, armeokorpo; Irish: cór; Italian: corpo, genio; Japanese: 軍団, 部隊; Kazakh: корпус; Khmer: កងអង្គភាពទ័ព; Korean: 군단, 부대; Kyrgyz: корпус; Latvian: korpuss; Lithuanian: korpusas; Malay: kor; Norwegian Bokmål: korps; Nynorsk: korps; Persian: سپاه; Portuguese: corpo; Romanian: corp; Russian: корпус; Slovak: sbor; Spanish: cuerpo; Tajik: сипоҳ; Turkish: kolordu; Turkmen: korpus; Ukrainian: корпус; Uzbek: korpus; Vietnamese: quân đoàn; Welsh: corfflu