σκολόπιον

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A σκόλοψ 1.3, Antyll. ap. Orib.50.5.4.

Greek (Liddell-Scott)

σκολόπιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σκόλοψ Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκόλοψ, -οπος]
υποκορ. χειρουργικό εργαλείο μικρού μεγέθους, μικρός καθετήρας.