καθετήρας

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ο (Α καθετήρ, -ῆρος) καθίημι
1. ιατρ. εργαλείο αποτελούμενο από μεταλλικό, λαστιχένιο ή πλαστικό σωλήνα που εισάγεται στις κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος για θεραπευτικούς, διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς
2. γεωτρύπανο
αρχ.
1. καθετί που μπαίνει μέσα σε κάτι και ειδ. κομμάτι από λινό ύφασμα που τοποθετείται μέσα σε πληγή
2. αλιευτική ορμιά
3. περιδέραιο, κάθεμα
4. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο χρησιμοποιούμενο για την κένωση της ουροδόχου κύστεως ή για κλύσματα.