σκοπιμότητα

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν σκόπιμος
1. η ιδιότητα του σκοπίμου, το να είναι κάτι σκόπιμο, να συμβάλλει σε έναν σκοπό, να εξυπηρετεί έναν σκοπό, ιδίως απώτερο
2. το να γίνεται κάτι από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, με προμελέτη
3. η διάπραξη μη επιτρεπόμενης ενέργειας ή η παράλειψη επιβαλλόμενης πράξης για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού («η συγκάλυψη τών σκανδάλων έγινε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας»).