παράλειψη
Greek Monolingual
η / παράλειψις, -είψεως, ΝΑ παραλείπω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραλείπω, η αγνόηση ή παράβλεψη από σκοπιμότητα ή από αμέλεια
2. παρασιώπηση
3. σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα γεγονός αποσιωπάται προκειμένου να δοθεί ιδιαίτερη σημασία σε αυτό
νεοελλ.
1. εξαίρεση, μη συμπερίληψη, αποκλεισμός
2. (νομ.) η αποφυγή ορισμένης πράξης ως λόγος παραγωγής συμβατικών ή νόμιμων αποτελεσμάτων
2. φρ. α) «εγκλήματα γνησίας παραλείψεως»
(νομ.) εγκλήματα τών οποίων η αντικειμενική υπόσταση ολοκληρώνεται με την αποφυγή τών ενεργειών που κρίνονται αφηρημένως αναγκαίες για την αποτροπή ορισμένου αποτελέσματος
β) «εγκλήματα διά παραλείψεως τελούμενα»
(νομ.) εγκλήματα τών οποίων ο δράστης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αποτροπής ορισμένου αποτελέσματος και δεν προέβη στις αναγκαίες για την αποτροπή του ενέργειες.