ον,
A with a hard body, Alex.Aphr.Pr.1.120.
[Seite 901] hartleibig ἄνδρες, Alex. Aphrod.
σκληροσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν σῶμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 120.
-ον, Ααυτός που έχει σκληρό, δυνατό σώμα.