σκυλάκειος

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

α, ον,

   A of puppies, κρέα Hp.Int.9, S.E.P.3.225.

German (Pape)

[Seite 907] von (jungen) Hunden, κρέα, S. Emp. pyrrh. 3, 225.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλάκειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, εἰς νεογνὰ σκυλάκια, «κουτάβια», κρέα Ἱππ. 536. 10, Σέξτ. Ἐμπ. π. 3. 225.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α σκύλαξ, -ακος]
σκυλήσιος («σκυλάκεια κρέα», Ιπποκρ.).