σκουληκιάζω

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν σκουλήκι
γεμίζω σκουλήκια ή κατατρώγομαι από σκουλήκια (α. «μάς έφερε να φάμε σκουληκιασμένα σύκα» β. «σκουλήκιασε το τυρί»).