σμιρίς: «ἄμμου εἶδος, ᾗ σμήχονται οἱ σκληροὶ τῶν λίθων. καὶ δένδρον» Ἡσύχ.
-ίδος, γεν. και σμίρεως, ἡ, Αβλ. σμύρις.