τό,= σμύρνιον, Nic. Th.848, Al.405.
[Seite 912] τό, = σμυρνίον, Nic. Al. 405.
σμυρνεῖον: τό, = σμυρνίον, Νικ. Θηρ. 848, Ἀλεξιφ. 405· «τοῦ ἱπποσελίνου ὁ καρπός. καὶ αὐτὴ ἡ βοτάνη» Ἡσύχ.
τὸ, Α σμύρνατο σμύρνιο.