σμύρνα

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμύρνα Medium diacritics: σμύρνα Low diacritics: σμύρνα Capitals: ΣΜΥΡΝΑ
Transliteration A: smýrna Transliteration B: smyrna Transliteration C: smyrna Beta Code: smu/rna

English (LSJ)

freq. written ζμύρνα as in PSI4.328.2 (iii B.C.), PTeb.35.4 (ii B.C.), PMag.Par.1.781, etc., ἡ, = μύρρα,
A myrrh, the gum of an Arabian tree, Balsamodendron myrrha (itself called σμύρνα Apollod. 3.14.4, Ant.Lib.34.5), used for embalming the dead, Hdt.2.40,86, cf. 73, Ev.Jo.19.39; called σμύρνης ἱδρώς by E.Ion1175; burnt as incense, βωμὸς ἀτμίζων πυρὶ σμύρνης σταλαγμούς S.Fr.370; ὑποθυμιῆν σ. Hp.Nat.Mul.6; used as an unguent or salve, σμύρνῃ κατάλειπτος Ar.Eq.1332; σμύρνῃ ἰώμενοι τὰ ἕλκεα Hdt.7.181; cf. Thphr. HP 9.1.2, 9.4.3 and 10, Dsc.1.64, etc.
II Indian bdellium-tree, Indian bdellium, gugal, guggul, gugul, mukul myrrh tree Commiphora wightii, Balsamodendron mukul, Arr.An.6.22.4. (The orig. form must have been μύρρα, from Phoen. môrâh; cf. κιννάμωμον.)

German (Pape)

[Seite 911] ἡ. ion. σμύρνη, wie μύῤῥα, Myrrha, das balsamische Gummi der arabischen Myrte, das zum Einbalsamiren der Leichen gebraucht ward; Soph. frg. 340; σμύρνης αἰθερίας καπ νόν, Eur. Troad. 1064; ἐξεθυμία σμύρνης ἱδρῶτα, Ion 1175; σμύρνῃ κατάλειπτος, Ar. Equ. 1329; Her. 2, 40. 86. 7, 181; Theophr. u. A.; Creuz. comm. I p. 38.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
myrrhe, gomme du myrte d'Arabie, plante.
Étymologie: ion. et éol. c. μύρρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμύρνα -ης, ἡ, Ion. σμύρνη mirre (Arabische lekker ruikende gomhars gebruikt als zalf of wierook):. σμύρνῃ κατάλειπτος helemaal ingesmeerd met mirre Aristoph. Eq. 1332.

Russian (Dvoretsky)

σμύρνα: ион. σμύρνη ἡ (= μύρρα) смирна или мирра (ароматическая камедь аравийского мирта) Her., Eur., Arph.

Spanish

mirra

English (Strong)

apparently strengthened for μύρον; myrrh: myrrh.

English (Thayer)

σμύρνης, ἡ, Hebrew מֹר, מור, myrrh, a bitter gum and costly perfume which exudes from a certain tree or shrub in Arabia and Ethiopia, or is obtained by incisions made in the bark: Herodotus 2,40, 86; 3,107; Theophrastus, hist. pl. 9,3 f; Diodorus 5,41; Pliny, h. n. 12,33 f; (BB. DD.; Birdwood in the ' Bible Educator', vol. ii., p. 151; Löw, Aram. Pflanzennam. § 185).

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΜΑ, και μύρνα Μ, και ζμύρνα και ιων. τ. σμύρνη και αιολ. τ. μύρρα Α
1. το φυτό βαλσαμόδενδρο
2. ευώδης κομμεορητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την ταρίχευση τών νεκρών, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη θυμίαση, και με απόσταξη της οποίας λαμβάνεται το ομώνυμο μυρεψικό και φαρμακευτικό αιθέριο έλαιο
3. ως κύριο όν. Σμύρνα
μυθ. αμαζόνα που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ιδρύτρια της πόλης Σμύρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση της λ. σμύρνη τήν συνδέουν με τον τ. μύρρα «ευώδης χυμός, αρωματικό φυτό» και με το τοπωνύμιο Σμύρνη, το οποίο, όπως γίνεται δεκτό, γενικά, έχει ασκήσει επίδραση στον σχηματισμό του προσηγορικού. Σύμφωνα με μία άποψη, η λ. σμύρνη προήλθε από το επίθ. Σμυρναίακατά παράλειψη του μύρρα— στη φράση μύρρα Σμυρναία «αρωματικός χυμός από τη Σμύρνη», πιθ. κατ' επίδραση του τοπωνυμίου Σμύρνη. Κατ' άλλη άποψη, η λ. σμύρνη προήλθε από τη λ. μύρρα μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. (σ)μυρρ-ίνᾱ (< μύρρα + κατάλ. -ίνη, θηλ. του -ινος) με συγκοπή του -ι- και αρκτικό -σ-, το οποίο προέρχεται είτε από αναλογία προς ζεύγη τύπων, όπως σμικρός / μικρός, είτε από επίδραση της λ. Σμύρνη].
(II)
η, Ν
βλ. σμέρνα.

Greek Monotonic

σμύρνα: Ιων. σμύρνη, , όπως το μύρρα, μύρο, ρητινώδες κόμμι που προέρχεται από αραβικό δέντρο· χρησιμοποιείτο στην ταρίχευση των νεκρών, σε Ηρόδ.· ονομάστηκε σμύρνης ἱδρώς από τον Ευρ.· χρησιμοποιείτο επίσης ως αλοιφή, σε Αριστοφ.· και ως φαρμακευτικό σκεύασμα, σε Ηρόδ. (ξέν. λέξη).

Greek (Liddell-Scott)

σμύρνα: Ἰων. σμύρνη, ἡ, ὡς τὸ μύρρα, τὸ ῥητινῶδες κόμμι Ἀραβικοῦ τινος δένδρου (ἴσως εἴδους ἀκακίας) οὗ ἐποιοῦντο χρῆσιν εἰς τὴν ταρίχευσιν τῶν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 40, 73, 86· καλεῖται σμύρνης ἱδρὼς παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1175· ἐκαίετο καὶ ὡς θυμίαμα, βωμὸς ἀτμίζων πυρὶ σμύρνης σταλαγμοὺς Σοφ. Ἀποσπ. 340· ὑποθυμιῆν σμ. Ἱππ. 565. 16· ἐχρησίμευεν εἰς χρῖσιν ἢ ἀλοιφήν, σμύρνῃ κατάλειπτος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· ὡς ἀλοιφὴ ἑλκῶν, σμύρνῃσι ἰώμενοι τᾲ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 9. 4, 3, 10, Διοσκ. 1. 77. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος θὰ ἦτο μύρρα, ἐκ τοῦ Φοινικικοῦ morâh· πρβλ. κιννάμωμον).

Middle Liddell

σμύρνα, Ionic σμύρνη, ἡ,
like μύρρα, myrrh, the resinous gum of an Arabian tree, used for embalming the dead, Hdt.; called σμύρνης ἱδρώς by Eur.; also used for anointing, Ar.; and a salve, Hdt. [A foreign word.]

Chinese

原文音譯:smÚrna 士祕而那
詞類次數:名詞(2)
原文字根:沒藥
字義溯源:沒藥;源自(μύρον)*=沒藥)。沒藥是由一種貴重植物之苦汁所提煉出來的高貴香料。沒藥是舊約作聖膏油的一種成分,用來塗抹會幕和法櫃,及其中一切器具( 出30:23)。沒藥也是一種滿有香氣的香料( 詩45:8);又是女人潔淨身體的一種材料( 斯2:12);也用其來塗裹死人的身體( 約19:39)。註:這字原文的音譯:士每拿
出現次數:總共(2);太(1);約(1)
譯字彙編
1) 沒藥(2) 太2:11; 約19:39
原文音譯:SmÚrna 士祕而那
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:沒藥
字義溯源:士每拿;在小亞細亞西邊一古城,啓示錄七封書信之一,是給士每拿教會的,字義:沒藥,苦味,源自(σμύρνα1)=沒藥),而 (σμύρνα1)出自(μύρον)*=沒藥)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 士每拿(1) 啓1:11

Mantoulidis Etymological

(=χυμός πού ἔβγαινε ἀπό ἀραβικό δέντρο). Ἀντί τοῦ μύρρα (=εὐωδιαστός χυμός μυρτιᾶς). Ἡ προέλευσή της εἶναι σημιτική.

Léxico de magia

ἡ frec. ζμύρνα 1 bot. mirra a) para escribir λαβὼν χαρτίον βασίλειον ἐπίγραφε τὰ ὑποκείμενα ζμύρνῃ toma una hoja de papiro real y escribe lo siguiente con mirra P I 9 P VII 703 γράφε ζμύρνῃ ἐπευξάμενος, ὃ ποιεῖς ἢ ὃ θέλεις escribe con mirra, suplicando, lo que haces o lo que quieres P VIII 57 ἐγγράψας ζμύρνῃ τὰ ὑποκείμενα καὶ ὃν θέλεις ὀνειροπομπεῦσαι escribe con mirra lo que sigue y el sueño que quieres enviar P XII 108 εἰς φύλλον δάφνης ἐπίγραψον ζμύρνᾳ μετὰ αἵματος βιαίου en una hoja de laurel escribe con mirra mezclada con sangre de uno muerto violentamente P IV 2206 <ῥάκους> ἀπὸ ὀθονίου ἀρθέντος ἀπὸ Ἁρποκράτου ψηφίνου ... γράψον ἐπ' αὐτοῦ ζμύρνῃ coge un trozo de lino que proceda de una estatua de Harpócrates y escribe en él con mirra P IV 1075 P VII 664 εἰς τομίον ἱερατικὸν γράψας ζμύρνῃ καὶ καταθοῦ εἰς βιοθάνατον escribe con mirra en un trozo de papiro hierático y ponlo dentro de uno que haya muerto violentamente (prob. ref. a un perro) P XIXb 5 ἄρξαι ἀπὸ τοῦ εὐωνύμου μέρους κατὰ ἓν γράφων ζμύρνῃ empieza por el lado izquierdo escribiendo con mirra una por una (ref. a hojas de hiedra) P IV 1994 ποίησον ἐλλύχνιον ἀπὸ πλοίου νεναυαγηκότος καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ αʹ ἐλλυχνίου γράφε ζμύρνῃ haz una mecha de (una cuerda de) un barco que haya naufragado y en la primera mecha escribe con mirra P VII 596 εἰς δὲ τὸ στῆθος τοῦ παιδὸς γράφε ζμύρνῃ en el pecho del muchacho escribe con mirra P LXII 46 ref. a su preparación ἔστιν δὲ τὸ μέλαν τόδε· σμύρναν καὶ πεντεδάκτυλον βοτάνην καὶ ἀρτεμισίαν καύσας ἁγνῶς λειοτρίβησον καὶ χρῶ ésta es la tinta: tras quemar sagradamente mirra, cincoenrama y artemisa, machácalo y úsalo P II 34 ἆρον τὸν χυλὸν καὶ μίξας μέλιτι καὶ ζμύρνῃ, γράψον ἐπὶ φύλλου toma el jugo (de la planta) y, mezclándolo con miel y mirra, escribe sobre una hoja P IV 781 μέλαν· μίλτου καὶ ζμύρνης κεκαυμένης καὶ ὠμῆς χυλὸς ἀρτεμισίας tinta: con minio, mirra quemada y jugo de artemisa cruda P IV 2142 P IV 2394 σκευὴ μέλανος· ... ἀρτεμισίας ἄγματα γʹ καὶ ζμύρνης χόνδρους γʹ preparación de la tinta: tres trozos de artemisa y tres granos de mirra P VII 999 ἔστι δὲ τὸ μέλαν, ἐν ᾧ γράφεις· αἷμα κορώνης, αἷμα περιστερᾶς λευκῆς, λίβανος ἄτμητος καὶ ζμύρνα καὶ μέλαν γραφικόν ésta es la tinta con la que vas a escribir: sangre de corneja, sangre de una paloma banca, incienso sin cortar, mirra y tinta para escribir P VIII 70 ἡ ἀναγραφή· ζμύρνης δραχμὴ αʹ, μίσυος δραχμαὶ δʹ, χαλκάνθου δραχμαὶ βʹ, κηκίδων δραχμαὶ βʹ la fórmula: una dracma de mirra, cuatro de trufa, dos dracmas de sulfato de cobre y dos de agallas P XII 400 b) para dibujar λαβὼν ὀθόνιον καθαρὸν καὶ ζμύρνῃ γράψον εἰς αὐτὸ ἀνθρωποειδὲς ζῴδιον toma un trozo de lino limpio y pinta en él con tinta de mirra una figura con forma humana P XII 122 λαβὼν νυκτερίδαν ζῶσαν ἐπὶ τῆς δεξιᾶς πτέρυγος ζωγράφησον ζμύρνῃ τὸ ὑποκείμενον ζῴδιον toma un murciélago hembra vivo y dibuja en su ala derecha con mirra la figura siguiente P XII 376 c) para ofrendas ῥάνας αἵματι περιστερᾶς καὶ ἐπιθύσας ζμύρναν εἰπέ haz aspersiones con sangre de paloma, quema mirra y di P II 178 ἐπίθυμα τῆς πράξεως· λιβάνου δραχμαὶ δʹ, ζμύρνης δραχμαὶ δʹ, κασίας φύλλου ofrenda de la práctica: cuatro dracmas de incienso, cuatro dracmas de mirra, una hoja de casia P IV 1309 P IV 1833 ἀγωγή ἐπὶ ζμύρνης ἐπιθυομένης encantamiento por medio de un sahumerio de mirra P IV 1496 P XXXVI 333 ἐπίθυμα· ... ζμύρνα ὠμὴ καὶ ὀπτὴ ἀρτεμισία ofrenda: mirra cruda y artemisa cocida P IV 2893 ἐπίθυε ζμύρναν καὶ λίβανον καὶ γλῶτταν βατράχου quema mirra, incienso y lengua de rana P V 202 ἐπιθύσας τῷ θυμιατηρίῳ τὸ κοῖφι καὶ ζμύρναν quema en el incensario kifi y mirra P V 228 d) para consagrar καὶ τελέσας (πλάκαν) ἐν ἀρώμασιν φαιοῖς οἷον ζμύρνᾳ, ... καὶ ἀλοῇ y habiendo consagrado la lámina con especias oscuras como mirra y áloe P VII 434 e) para hacer aspersiones λαβὼν ἄγγος καλλάϊνον βάλε ὕδωρ καὶ ζμύρναν καὶ κυνοκεφάλιον βοτάνην toma un recipiente turquesa y pon en él agua, mirra y boca de dragón P V 198 f) para modelar λαβὼν γῆν πλάσον κορκόδειλον προσμείξας αὐτῷ μέλαν καὶ ζμύρναν toma tierra y modela un cocodrilo mezclándole tinta y mirra P XIII 322 g) para impregnar λαβὼν κοκκοφαδίου τὴν καρδίαν βάλε εἰς ζμύρναν toma el corazón de una abubilla y échalo en mirra P VII 412 h) para enterrar θάψας τὸν κάνθαρον ζμύρνῃ καὶ οἴνῳ Μενδησίῳ καὶ βυσσίνῳ entierra el escarabajo con mirra, vino mendesio y lino P IV 768 i) para compuestos con fines mágicos en general ἴβεως ὠὰ δύο, στύρακος δραχμὰς βʹ, ζμύρνης δραχμὰς βʹ, κρόκου δραχμὰς βʹ ... ταῦτα πάντα βάλε εἰς ὅλμον dos huevos de ibis, dos dracmas de estoraque, dos de mirra, dos de azafrán: echa todo esto en un mortero P IV 2461 λαβὼν ζμύρναν καὶ λίβανον ἀρσενικὸν βάλε εἰς ποτήριον toma mirra e incienso macho y échalo en una copa P XXXVI 134 σμύρνα καὶ ἰσχάδες καὶ βήτι ἔκλευκα mirra, higos secos y díctamo blanco SM 67B 2 (fr. lac.) j) oculta bajo nombre secreto λαβὼν ... ὠὸν κανθάρου καὶ κυνοκεφάλου καρδίαν (ζμύρναν λέγει, κρίνινον μύρον) toma un huevo de escarabajo y un corazón de papión (quiere decir mirra y aceite de lirio) P XIII 1067 k) como sustancia de Selene P XIII 20 P XIII 354 2 Mirra elemento semipersonificado con poder mágico σὺ εἶ ἡ Ζμύρνα, ἡ πικρά, ἡ χαλεπή, ἡ καταλλάσσουσα τοὺς μαχομένους tú eres la Mirra, la amarga, la dura, la que reconcilia a los que luchan P IV 1498 σὺ εἶ ἡ Ζμύρνα, ... πέμπω σὲ ... ἵνα μοι διακονήσῃς πρὸς αὐτήν tú eres la Mirra, te envío para que me sirvas contra ella P IV 1503 Ζμύρνα, Ζμύρνα, ἡ παρὰ θεοῖς διακονοῦσα Mirra, Mirra, que sirves junto a los dioses P XXXVI 335