σμηνίας

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
βαθμός υπαξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας ο οποίος αντιστοιχεί με τον βαθμό του λοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήνος + κατάλ. -ίας (πρβλ. λοχ-ίας)].