σμήνος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

το / σμῆνος, ΝΑ, δωρ. τ. σμᾱνος, ονομ. πληθ. και ζμήνη και ετερόκλ. σμῆνα, Α
1. ομάδα μελισσών ή άλλων υμενόπτερων εντόμων που περιλαμβάνει άτομα διαφόρων κατηγοριών τα οποία ζουν από κοινού
2. αυτοτελές σύνολο μελισσών ή σφηκών
3. (κατ' επέκτ.) πυκνό πλήθος, πυκνή ομάδα
νεοελλ.
1. βιολ. α) σύνολο πτηνών σε πτήση
β) σύνολο κατοικίδιων ζώων του ίδιου είδους ή ειδών άγριων μηρυκαστικών που συμβιώνουν
γ) σύνολο ζώων ενός κατοικίδιου είδους που απαντούν σε μια αγροτική εκμετάλλευση
δ) σύνολο ζώων ενός κατοικίδιου είδους τών οποίων η φύλαξη ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους, αλλ. αγέλη ή κοπάδι
2. βασική μονάδα της πολεμικής αεροπορίας, η οποία μπορεί να αναλάβει αυτοδύναμη αποστολή
3. φρ. α) «αστρικά σμήνη» — μόνιμη συγκέντρωση αστέρων συγκρατούμενων με κοινή αμοιβαία έλξη, συγκέντρωση η οποία αποτελεί αυθύπαρκτη φυσική μονάδα με κοινή κίνηση και προέλευση
β) «ανοιχτά αστρικά σμήνη» ή «γαλαξιακά αστρικά σμήνη»
αστρον. αστρικά σμήνη που περιέχουν μικρό αριθμό αστέρων, από δέκα περίπου έως μερικές εκατοντάδες, συνήθως σε ασύμμετρη διάταξη
γ) «σφαιρωτά αστρικά σμήνη»
αστρον. ηλικιωμένα συστήματα, που περιέχουν χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αστέρες, οι οποίοι βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους σε συμμετρική και σχεδόν σφαιρική διάταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, με επίθημα -νος (πρβλ. έθνος)].